Η εκ νέου κατάρρευση των κεφαλαιοποιήσεών των ελληνικών τραπεζών, με τη συνολική χρηματιστηριακή αξία των Alpha Bank, Eurobank, Εθνικής και Πειραιώς να μην ξεπερνά πλέον τα 3,7 δισ. ευρώ, δηλαδή 58% χαμηλότερα από τα περίπου 8,9 δισ. ευρώ στα οποία διαμορφωνόταν στα τέλη του 2017, περίπου έναν χρόνο πριν προβληματίζει τις αγορές, Η τιμή και των τεσσάρων τίτλων στο ταμπλό της Λεωφόρου Αθηνών βρίσκεται πλέον κάτω του 1 ευρώ.
Ο κλαδικός δείκτης “χτύπησε” πριν από λίγες ημέρες νέα ιστορικά χαμηλά, με τρεις από τις τέσσερις τραπεζικές μετοχές (Alpha Bank, Εθνική και Πειραιώς) να τον ακολουθούν και τη Eurobank να βρίσκεται μία ανάσα από τα δικά της ιστορικά χαμηλά. Μέσα στο τελευταίο 12μηνο η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς έχει σημειώσει βουτιά της τάξης του 84%, η μετοχή της Εθνικής είναι στο -73% , της Alpha Bank στο -53% και της Eurobank στο -45%. Στις τελευταίες 10 συνεδριάσεις μόνο, οι απώλειες των τραπεζικών μετοχών φτάνουν έως και το 25%.
Τα short funds σίγουρα συμβάλλουν στην αρνητική εικόνα των ελληνικών τραπεζών, διατηρώντας τις ανησυχίες των επενδυτών γύρω από την “υγεία” του κλάδου καθώς η ρηχότητα της ελληνικής αγοράς κάνει τις κινήσεις τους ικανές να ταρακουνήσουν έντονα την αγορά και να “γονατίσουν” το ταμπλό.
Αρκεί να σημειωθεί πως οι τρέχουσες θέσεις τους δεν ξεπερνούν το 6,5% του συνόλου των μετοχών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, οι οποίες διαμορφώνονται σε τρέχουσες τιμές κάτω από τα 50 εκατ., δηλαδή ουσιαστικά μόλις στο 1,4% της συνολικής τους κεφαλαιοποίησης.
Η μετοχή της Eurobank, η οποία και είχε πιεστεί το λιγότερο σε σχέση με τις υπόλοιπες το τελευταίο διάστημα, ενώ ήταν και η μόνη τράπεζα που έχει παρουσιάσει το δικό της σχέδιο για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δεχεται τις τελευταιες μερες πυρα εκ του εξωτερικου. Τόσο το Oceanwood Capital Management όσο και το Lansdowne Partners από τα μέσα περίπου του Ιανουαρίου προχωρούν με γοργούς ρυθμούς στο χτίσιμο ολοένα και μεγαλύτερων short θέσεων επί των μετοχών της Eurobank, με αποτέλεσμα αυτές να διαμορφώνονται πλέον στο 2,77% του συνόλου των μετοχών της.
Η Fitch και τα μηνύματα
Δεν είναι τυχαίο ότι ο οίκος αξιολόγησης Fitch τόνισε πως η εφαρμογή των σχεδίων αυτών μπορεί να “αλλάξει τα δεδομένα” για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο. Σε εκδήλωση που διοργανώθηκε στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα, τα στελέχη της Fitch έστειλαν ηχηρά μηνύματα σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, χαρακτηρίζοντας μάλιστα την κατάστασή τους καθοριστική για την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας.
Όπως σημείωσαν, η ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών και το επίπεδο των κεφαλαίων τους αποτελούν τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τον κλάδο το 2019. Αν και οι προοπτικές που δίνει ο οίκος για τον κλάδο είναι σταθερές, καθώς αναμένεται πρόοδος στην “επιδιόρθωση” των ισολογισμών των ελληνικών συστημικών τραπεζών, ωστόσο, όπως προειδοποίησε, οι αξιολογήσεις τους θα παραμείνουν περιορισμένες στην πολύ χαμηλή βαθμίδα “CCC”, λόγω της αδύναμης ποιότητας τους ενεργητικού και της πίεσης που ασκείται στα κεφάλαια από τον υψηλό όγκο των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων.
“Τα δύο σχέδια που έχουν προταθεί για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών, από το ΤΧΣ και την ΤτΕ, μπορεί να αποτελέσουν game changer για τον κλάδο και θα θεωρηθούν πιστωτικά θετικά για τη Fitch, καθώς θα βοηθήσουν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στην αύξηση της κερδοφορίας”, τόνισε χαρακτηριστικά η κυρία Κριστίνα Τορέγια, επικεφαλής τραπεζικής ανάλυσης της Fitch. Ωστόσο, όπως διαμήνυσε, υπάρχουν κίνδυνοι κατά την εκτέλεση αυτών των σχεδίων και η εφαρμογή τους, εάν αποφασιστεί, θα πάρει χρόνο, με τις επιπτώσεις τους να είναι ορατές μετά το 2019.
Σε ό,τι αφορά τα κεφάλαια, η κυρία Τορέγια τόνισε πως δέχονται πιέσεις από το ρυθμιστικό περιβάλλον, το οποίο γίνεται πιο αυστηρό, και, έτσι, εκτιμά πως οι ελληνικές τράπεζες ενδέχεται να εξετάσουν μέτρα κεφαλαιακής στήριξης στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τις επιπτώσεις από την εφαρμογή του νέου λογιστικού προτύπου IFRS 9 και τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL).
Η συνάντηση με τον Enria
Τις προσπάθειές τους για εξυγίανση των ισολογισμών τους και τη βελτίωση των βασικών μεγεθών τους είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών στη συνάντησή τους με τον νέο επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), Αντρέα Ενρία.
H συνάντηση έγινε στο πλαίσιο των καθιερωμένων συναντήσεων της Ένωσης με τις εποπτικές αρχές στη Φραγκφούρτη. Η ΕΕΤ εκπροσωπήθηκε από τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους του Διοικητικού της Συμβουλίου και τους Διευθύνοντες Συμβούλους των ελληνικών συστημικών τραπεζών που εποπτεύονται άμεσα από την ΕΚΤ.
Η αντιπροσωπεία της ΕΕΤ παρουσίασε στοιχεία για λαδή τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας, την επιστροφή καταθέσεων, την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) και την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί. Παράλληλα σημείωσε ότι εξελίσσεται ο λειτουργικός μετασχηματισμός των τραπεζών, ώστε οι τελευταίες να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις προκλήσεις της τεχνολογίας, του ανταγωνισμού και του αυστηρότερου εποπτικού πλαισίου.
Συζητήθηκαν επίσης, οι πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί και οι στόχοι που έχουν τεθεί, ώστε να επιταχυνθεί η αποτελεσματικότερη διαχείριση και ο σημαντικός περιορισμός του ύψους των κόκκινων δανείων και να αποκατασταθεί πλήρως η ικανότητα των τραπεζών να εκπληρώσουν τη βασική αποστολή τους, δηλαδή τη χρηματοδότηση της οικονομίας και των επενδύσεων, καθώς και την ολόπλευρη ικανοποίηση των αναγκών των πελατών τους.
Στη συνάντηση, η αντιπροσωπεία της ΕΕΤ επιβεβαίωσε στο νέο Πρόεδρο του Εποπτικού Συμβουλίου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού την βούληση των ελληνικών τραπεζών να συνεργαστούν πλήρως με τις αρμόδιες εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές και να υλοποιήσουν όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, καθώς και τις υπάρχουσες δεσμεύσεις τους.
Ο τελικός στόχος, όπως υπογράμμισαν, είναι η επιτυχής αντιμετώπιση των σημαντικών προκλήσεων που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σήμερα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η πλήρης συμμόρφωση στο νέο εποπτικό πλαίσιο, η σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα, η απρόσκοπτη πρόσβαση των Τραπεζών στις διεθνείς αγορές και η περαιτέρω ενίσχυση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας τους.
Εάν οι ελληνικές τράπεζες πάντως καταφέρουν να ξεπεράσουν με επιτυχία τον σκόπελο των κόκκινων δάνειων είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι όσοι ριψοκίνδυνοι έχουν επενδύσει σε μετοχές τους θα ανταμειφτούν πολύ καλά.