Την ιδιαίτερη προσοχή στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή του νέου δείκτη υπολογισμού των ιδιωτικών ασφαλιστηρίων υγείας, ο οποίος από τις αρχές του 2026 θα αντικαταστήσει τον γνωστό «δείκτη του ΙΟΒΕ», συνιστά η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Στην τελική της έκθεση για την «Παροχή Ιδιωτικών Υπηρεσιών Υγείας και συναφών Υπηρεσιών Ασφάλισης» η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνιστά ιδιαίτερη προσοχή στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή του νέου δείκτη που θα καταρτίσει η ΕΛΣΤΑΤ και θα αντικαταστήσει τον Ενιαίο Δείκτη Υγείας (ΕΔΥ).
Πέραν των προβληματισμών που ανάγονται στη διαφάνεια των συμβατικών όρων και στην αντικειμενικότητα, καταλληλότητα, επαληθευσιμότητα και προσβασιμότητα των παραγόντων που θα ληφθούν υπόψη για τη διαμόρφωση του δείκτη, δημιουργείται ένας γενικότερος προβληματισμός σχετικά με το ενδεχόμενο πρόκλησης σοβαρών στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό στον ευρύτερο κλάδο ασφάλισης υγείας από τη σύνδεση της μεταβολής τιμών με έναν δείκτη, ιδίως αν αυτός διαμορφώνεται στη βάση ενός ιδιαιτέρα μικρού αριθμού ασφαλιστικών προγραμμάτων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (γήρανση ασφαλισμένων, αυξημένος αριθμός περιστατικών κ.ο.κ.).
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η χρήση δεικτών ενδέχεται να αμβλύνει τις ανταγωνιστικές πιέσεις στις ασφαλιστικές εταιρείες και να ενθαρρύνει τη σιωπηρή συμπαιγνία λειτουργώντας ως εστιακό σημείο («focal point») για τον καθορισμό τιμών. Σε ό,τι αφορά την παροχή ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, όπως προκύπτει από την ανάλυση της Επιτροπής, ο βαθμός συγκέντρωσης στην αγορά χαρακτηρίζεται μέτριος, ενώ οι εξαγορές που έχουν λάβει χώρα από ξένα επενδυτικά κεφάλαια τα τελευταία έτη δεν έχουν μεταβάλει δραματικά τον βαθμό συγκέντρωσης από το 2019 έως το 2022. Παρατηρείται, έως και σήμερα, κινητικότητα στις εξαγορές παρόχων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας στις σχέσεις ασφαλιστικών εταιρειών.
Η αύξηση κλινών
Επίσης, το νομοθετικό πλαίσιο δεν δημιουργεί εμπόδια στην αύξηση των κλινών, αλλά οι προϋποθέσεις αύξησης των κλινών μπορούν να δυσκολέψουν ή να εμποδίσουν μια κλινική από το να προβεί σε αυτή. Υφίστανται ρυθμιστικές ασυμμετρίες λόγω της παράλληλης εφαρμογής τριών διαφορετικών καθεστώτων αδειοδότησης, λειτουργίας και επέκτασης των κλινών των ιδιωτικών κλινικών, οι οποίες φαίνεται να προκαλούν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό, καθώς τίθενται διαφορετικές προδιαγραφές ως προς το προσωπικό, τον εξοπλισμό, τους χώρους και τον ελάχιστο αριθμό κλινών, με αποτέλεσμα τη διατήρηση κλινικών τριών ταχυτήτων.
Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο τον περαιτέρω εξορθολογισμό του ρυθμιστικού πλαισίου για τη λειτουργία των ιδιωτικών κλινικών (εγχείρημα που εκκίνησε ήδη με τον ν. 4600/2019), προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η αύξηση της δυναμικότητάς τους για να ανταποκριθούν στηναυξανόμενη ζήτηση σε ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας.
Η ασφάλιση υγείας
Μέτριος, σύμφωνα με την Επιτροπή, είναι και ο βαθμός συγκέντρωσης στην παροχή ιδιωτικών υπηρεσιών ασφάλισης υγείας. Το σύνολο των ασφαλιστικών εταιρειών της έρευνας συνεργάζεται με τους μεγαλύτερους νοσοκομειακούς ομίλους στην Ελλάδα, είτε άμεσα είτε μέσω εταιρειών διαχείρισης. Οι τέσσερις μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρείες διαπραγματεύονται τις σχετικές συμβάσεις απευθείας με τους νοσοκομειακούς παρόχους. Επίσης, οι δώδεκα εκ των δεκατριών ασφλιστικών εταιρειών της έρευνας συνεργάζονται με τουλάχιστον μία εταιρεία διαχείρισης για τα προσφερόμενα νοσοκομειακά ασφαλιστικά προγράμματα υγείας, ενώ εννέα εξ αυτών διατηρούν συνεργασία με δύο εταιρείες διαχείρισης.
Οι κρυφές χρεώσεις
Στην έκθεση της Επιτροπής αναδείχθηκε και το ειδικότερο ζήτημα της αδιαφάνειας στις χρεώσεις υπηρεσιών υγείας και ασφάλισης υγείας. Αν και η ασύμμετρη πληροφόρηση μεταξύ του κατόχου των γνώσεων για το αγαθό της υγείας σε σύγκριση με τις γνώσεις του ασθενή είναι εγγενές χαρακτηριστικό των αγορών παροχής υπηρεσιών υγείας, η έλλειψη διαφάνειας, προβλεψιμότητας και συγκρισιμότητας στις τιμές τόσο των υπηρεσιών υγείας όσο και των υπηρεσιών ασφάλισης υγείας εντείνει το πρόβλημα αυτό και αφαιρεί οποιαδήποτε δυνατότητα του καταναλωτή/ασθενή να επιλέξει ιδιωτική κλινική ή ασφαλιστικό οργανισμό βάσει κόστους, και εν τέλει να έχει έλεγχο επί των δαπανών του σε ένα τόσο σημαντικό αγαθό. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σίγουρα ωφέλιμο για τον καταναλωτή το γεγονός ότι οι ιδιωτικές κλινικές υποχρεούνταινα δημοσιοποιούν στην ιστοσελίδα τους τιμοκατάλογο των υπηρεσιών και προϊόντων που παρέχονται από αυτές.
Στο θέμα αυτό, η Επιτροπή προτείνει την κωδικοποίηση/τυποποίηση των υπηρεσιών/προϊόντων των τιμοκαταλόγων, ώστε να διευκολυνθεί έτι περαιτέρω ο καταναλωτής στη σύγκριση των τιμών, να ενισχυθεί η διαφάνεια και εν τέλει η καταναλωτική συνείδηση, ενισχύοντας εμμέσως τον ανταγωνισμό στον κλάδο. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή αναφέρει ότι η περαιτέρω ενίσχυση της πληροφόρησης των καταναλωτών και της διαφάνειας αναφορικά με τους όρους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων υγείας εκτιμάται ότι θα συνεισφέρει στη βελτίωση της θέσης του καταναλωτή για την αναζήτηση ασφαλιστικής εταιρείας που θα καλύψει τις ανάγκες του και θα του προσδώσει καλύτερη διαπραγματευτική θέση, το οποίο θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών.
Αύξηση στα κόστη
Όπως αναφέρει στα συμπεράσματά της η Επιτροπή Ανταγωνισμού, τα τελευταία έτη καταγράφεται σταθερά αύξηση στο κόστος ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, ενώ απασχολεί έντονα το συνεχώς αυξανόμενο κόστος των ασφαλιστικών προγραμμάτων υγείας, χωρίς δυνατότητα των ασφαλισμένων να προβλέψουν τη μελλοντική του εξέλιξη.
Συνολικά, η αύξηση του κόστος υγείας αποδίδεται στην αύξηση του όγκου υπηρεσιών ανά περιστατικό, της συχνότητας εμφάνισης ζημιών λόγω αύξησης κλινικών της νοσηρότητας, της γήρανσης αλλά και του κόστους νοσοκομειακής περίθαλψης στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, καθώς και στην αύξηση του μέσου κόστους αποζημίωσης ανά νοσηλεία. Στο πλαίσιο της μελέτης αναδείχθηκε και το ζήτημα της διακριτικής τιμολόγησης πελατών και της αδιαφάνειας στην τιμολόγηση των υπηρεσιών υγείας, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δυσχερή τη σύγκριση υπηρεσιών και επαλήθευση των χρεώσεων με βάση τους δημοσιευμένους τιμοκαταλόγους των ιδιωτικών
Αντιστοίχως, σύμφωνα με την Επιτροπή, η αύξηση παρατηρείται και στο κόστος των ιδιωτικών υπηρεσιών ασφάλισης υγείας, η οποία εν μέρει αποδίδεται στην αύξηση του κόστους και του όγκου των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας. Ωστόσο, η αναφερόμενη κατακόρυφη αύξηση κατά την περίοδο 2024-2025 φαίνεται να αποδίδεται και στην εφαρμογή του ΕΔΥ