Του Νίκου Κωτσικόπουλου
Παρόλο που τα ονομαστικά επιτόκια της ΕΚΤ μειώθηκαν τρεις φορές στο τριμηνιαίο διάστημα από τις 18 Δεκεμβρίου μέχρι τις 12 Μαρτίου συνολικά κατά 0,75%, οι έρευνες της ίδιας της ΕΚΤ αποκαλύπτουν ότι οι δύο πρώτες μειώσεις από τα μέσα Δεκεμβρίου μέχρι και τις 6 Μαρτίου δεν περνούν στην αγορά. Να σημειωθεί ότι αυτά αφορούν το σύνολο της Ε.Ε.
Έτσι προκύπτει ότι σε ένα διάστημα περίπου τριών μηνών, από το δεύτερο δεκαήμερο Δεκεμβρίου μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου φέτος, μειώσεις επιτοκίων συνολικά μισής μονάδας (0,50%) δεν βοήθησαν περαιτέρω τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις να μειώσουν το κόστος χρηματοδότησής τους και το κόστος του χρήματος επαρκώς. Αναφέρονται μάλιστα χρηματοδοτήσεις, οι οποίες αυξήθηκαν κιόλας, ειδικά τον Ιανουάριο και στη συνέχεια δεν υποχώρησαν επαρκώς. Πρόκειται για πολύ σοβαρά ευρήματα, που καλούν σε συνέχιση των μειώσεων επιτοκίων…
Η αιτία σχετίζεται με το κόστος του χρήματος στις αγορές χρήματος και χρεογράφων-ομολόγων. Τα επιτόκια overnight έμειναν υψηλά και επηρέασαν μεσοχρόνιες και μακροπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις. Τα επιτόκια και οι αποδόσεις των ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές, είναι η βασική γενεσιουργός αιτία του φαινομένου.
Τα παραπάνω αναφέρει το τελευταίο οικονομικό δελτίο της ΕΚΤ με στοιχεία μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου, ενώ υπάρχει και ψήγμα εσωτερικής πληροφόρησης από την καταναλωτική έρευνα της ΕΚΤ για τα δάνεια, η οποία θα δημοσιευτεί στις 30 Απριλίου και η οποία θα δείχνει ότι δανειολήπτες αντιλαμβάνονται ότι το σφίξιμο και οι αυστηρές συνθήκες χρηματοδότησής τους συνεχίζονται…
Στοιχεία που καλούν για νέες μειώσεις επιτοκίων
Τα παραπάνω στοιχεία θα ήταν, χωρίς αμφιβολία, ένα αληθινό “μπαζούκα” για τα επιχειρήματα του Διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, και όλου του στρατοπέδου των υποστηρικτών για συνεχιζόμενες μειώσεις επιτοκίων, στο ΔΣ της ΕΚΤ. Αλλά το ερώτημα είναι πώς επηρεάζει το κλίμα η τελευταία ανακοίνωση των δασμών από την κυβέρνηση Τραμπ προς όλες τις κατευθύνσεις και την Ε.Ε.. Οι επιπτώσεις που αναφέρονται έχουν προκύψει με ανακοινώσεις και παλινωδίες για δασμούς, αλλά πριν από τις 2 Απριλίου. Η ΕΚΤ ειδικότερα αναφέρει στο τελευταίο οικονομικό της δελτίο:
“Τα επιτόκια της αγοράς στη ζώνη του ευρώ μειώθηκαν μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου στις 30 Ιανουαρίου 2025, αλλά αυξήθηκαν πριν από τη συνεδρίασή του στις 6 Μαρτίου ως απάντηση στις αναθεωρημένες προοπτικές για τη δημοσιονομική πολιτική.
Οι μειώσεις των επιτοκίων καθιστούν σταδιακά λιγότερο δαπανηρό για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά τον δανεισμό και η αύξηση των δανείων επιταχύνεται.
Ταυτόχρονα, ένας αντίθετος άνεμος προς τη χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης προέρχεται από τις προηγούμενες αυξήσεις επιτοκίων, που εξακολουθούν να μεταδίδονται στα αποθέματα των πιστώσεων και ο δανεισμός παραμένει υποτονικός συνολικά”. Δηλαδή η επίδραση από τις προηγούμενες αυξήσεις επιτοκίων παραμένει περιοριστική, λέει η ΕΚΤ.
“Το μέσο επιτόκιο των νέων δανείων προς επιχειρήσεις μειώθηκε στο 4,2% τον Ιανουάριο του 2025, από 4,4% τον Δεκέμβριο του 2024. Αντίθετα, το κόστος έκδοσης επιχειρηματικών δανείων στην αγορά αυξήθηκε στο 3,7%”. Αυτό λέει η ΕΚΤ και μεταφράζεται σε αύξηση του κόστους κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το επίπεδο του Δεκεμβρίου. Την ίδια περίοδο, το μέσο επιτόκιο των νέων στεγαστικών δανείων μειώθηκε στο 3,3%, από 3,4%.
Τον Ιανουάριο του 2025 το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών παρέμεινε σε γενικές γραμμές αμετάβλητο σε υψηλά επίπεδα, ενώ τα επιτόκια τραπεζικού δανεισμού συνέχισαν τη σταδιακή πτώση τους, λέει η ΕΚΤ. Ο ρυθμός χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά “αυξήθηκε τον Ιανουάριο, αλλά παρέμεινε αδύναμος και πολύ κάτω από τον ιστορικό του μέσο όρο, αντανακλώντας την ακόμα υποτονική ζήτηση και τα αυστηρά πιστωτικά πρότυπα”.
Αλμυρές εκδόσεις και ασφάλιστρα κινδύνου
Κατά την περίοδο από τις 12 Δεκεμβρίου 2024 έως τις 5 Μαρτίου 2025, το κόστος χρηματοδότησης για τις εταιρείες, μέσω των αγορών (χρηματιστήρια και ομόλογα), αυξήθηκε λόγω του υψηλότερου μακροπρόθεσμου επιτοκίου”.
Μάλιστα, όπως τονίζει η ΕΚΤ, που αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στο σημείωμά της, “το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών της ζώνης του ευρώ παρέμεινε σε γενικές γραμμές αμετάβλητο τον Ιανουάριο του 2025, παρά τις προηγούμενες μειώσεις των επιτοκίων”.
Το σύνθετο κόστος της χρηματοδότησης χρέους για τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ σημείωσε σχετικά μικρή αλλαγή τον Ιανουάριο. Η ανοδική πίεση στο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών προήλθε κυρίως από τις υψηλότερες αποδόσεις των τραπεζικών ομολόγων, λόγω των μεταβολών του μακροπρόθεσμου επιτοκίου χωρίς κινδύνους, όπως υποδεικνύεται από τα διαθέσιμα στοιχεία έως τις 5 Μαρτίου.
Αν και τα επιτόκια τραπεζικών δανείων για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά μειώθηκαν περαιτέρω, αυτή η πτώση που ήταν ευρέως διαδεδομένη στις μεγαλύτερες χώρες της ζώνης του ευρώ “επικεντρώθηκε σε δάνεια με διάρκεια έως και πέντε έτη”, λέει η ΕΚΤ. Και παρακάτω σχολιάζει: “Η πτώση οφείλεται αποκλειστικά στα χαμηλότερα επιτόκια των επαναδιαπραγματευθέντων δανείων, ενώ τα επιτόκια των νέων δανείων παρέμειναν σε γενικές γραμμές αμετάβλητα”.
Περαιτέρω εξηγεί, ότι τα ημερήσια δεδομένα που καλύπτουν την περίοδο από 12 Δεκεμβρίου 2024 έως 5 Μαρτίου 2025 δείχνουν ότι “το κόστος χρηματοδότησης με ομόλογα αυξήθηκε, με μετατόπιση των αυξήσεων από τα επιτόκια overnight, σε μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες διάρκειες και αντισταθμίστηκε μόνον μερικώς, από τη συμπίεση των αποδόσεων στα senior εταιρικά ομόλογα. Το κόστος χρηματοδότησης επιχειρήσεων με ίδια κεφάλαια αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης του ασφάλιστρου κινδύνου”.
Στο μεταξύ τα άλλα δάνεια προς τα νοικοκυριά, συμπεριλαμβανομένων των δανείων σε ατομικές επιχειρήσεις, ήταν και πάλι αδύναμα. Η Έρευνα για τις Προσδοκίες των Καταναλωτών της ΕΚΤ, που θα δημοσιευτεί τον Απρίλιο, έδειξε ότι το ποσοστό των νοικοκυριών που θεώρησαν ότι η πρόσβαση σε πίστωση ήταν πιο περιορισμένη, εξακολουθεί να υπερτερεί της αντίληψης ότι η πρόσβαση στην πίστωση ήταν ευκολότερη.