Η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, όπως προβλέπουμε, θα παραμείνει σταθερή φέτος και του χρόνου στο επίπεδο του 3,3%, εναρμονισμένη με τον δυνητικό ρυθμό της, ο οποίος είχε ουσιαστικά εξασθενήσει ήδη πριν από την πανδημία. Ο πληθωρισμός υποχωρεί σε 4,2% και 3,5%, αντίστοιχα, το 2025 και το 2026, ακολουθώντας τους στόχους των κεντρικών τραπεζών. Υπό το πρίσμα αυτό, τα αιφνίδια συμβάντα των τελευταίων ετών, ήτοι η πανδημία και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, θα ολοκληρώσουν τον κύκλο τους, εξαλείφοντας τον αντίκτυπο της εκτίναξης του πληθωρισμού σε ρεκόρ 40ετίας. Μεταξύ των προηγμένων οικονομιών οι ΗΠΑ εμφανίζουν πιο εύρωστη ανάπτυξη από το προβλεπόμενο με ΑΕΠ στο 2,7%. Αντιθέτως, η Ευρωζώνη θα αναπτυχθεί συγκρατημένα από 0,8% πέρυσι στο 1% φέτος.
Οι αναδυόμενες οικονομίες θα διατηρήσουν την αύξηση του ΑΕΠ στο 4,2% φέτος και το 4,3% του χρόνου, ενώ η Κίνα εκτιμούμε πως θα αναπτυχθεί 4,5%, ήτοι 0,4 της ποσοστιαίας μονάδας περισσότερο από την προηγούμενη πρόβλεψή μας. Ορισμένες από τις διαφορές και αποκλίσεις είναι κυκλικές, εφόσον οι ΗΠΑ αναπτύσσονται υπεράνω του δυνητικού ρυθμού και η Κίνα και η Ευρώπη χαμηλότερα. Ειδικότερα, το χάσμα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ε.Ε. οφείλεται κυρίως σε διαρθρωτικούς παράγοντες και θα συνεχίσει να υφίσταται εάν δεν αντιμετωπισθεί ενεργά. Φανερώνει, δε, τη ζωηρότερη αύξηση της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ, κυρίως στον τεχνολογικό τομέα, αλλά όχι αποκλειστικά και στις βαθύτερες κεφαλαιαγορές. Παράλληλα, η αβεβαιότητα από την οικονομική πολιτική είναι οξυμένη, ενώ το 2024 εξελέγησαν πολλές νέες κυβερνήσεις.
Ο κύριος κίνδυνος είναι ότι ενδέχεται η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική της Ευρωζώνης να εξαντλήσουν πλέον τα περιθώρια κινήσεών τους, εάν η ασθενέστερη οικονομική δραστηριότητα ωθήσει πολύ χαμηλά τα επιτόκια, την ώρα που τα ασφάλιστρα κινδύνου θα ενισχύονται λόγω ανεπαρκούς δημοσιονομικής σύσφιγξης. Υπό τη νέα ηγεσία των ΗΠΑ δεν είναι δυνατόν να ποσοτικοποιηθούν πολλές από τις αλλαγές πολιτικής. Μια πιο χαλαρή πολιτική στα δημοσιονομικά ή μια απορρύθμιση θα αναζωογονήσει τη συλλογική ζήτηση και τον πληθωρισμό βραχυπρόθεσμα, διότι οι επενδύσεις και η κατανάλωση αυξάνονται αυτόματα. Οι υψηλότεροι δασμοί και η περιστολή της μετανάστευσης στη χώρα θα προκαλέσουν αρνητικό σοκ στην προσφορά. Ο συνδυασμός εντονότερης ζήτησης και συρρικνούμενης προσφοράς θα αναθερμάνει τις πιέσεις στις τιμές, ενώ ο υψηλότερος πληθωρισμός θα αποτρέψει τη μείωση των επιτοκίων και ίσως κάνει τη Fed να τα αυξήσει.
* Ο κ. Πιερ-Ολιβιέ Γκουρίντσας είναι διευθυντής ερευνών του ΔΝΤ. Το άρθρο δημοσιεύεται στο ιστολόγιο του Ταμείου.