17.9 C
Athens
March 23, 2023
Image default
WORLD

Η ιστορική σημασία της αποκατάστασης των σχέσεων Ιράν και Σαουδικής Αραβίας με κινεζική διαμεσολάβηση

Του Κώστα Ράπτη

Μέσα σε λίγες ημέρες, η Μέση Ανατολή που γνωρίζαμε άλλαξε πλήρως μορφή. Αλληλένδετες εξελίξεις σε παράλληλα μέτωπα, οι οποίες δεν έχουν ξεδιπλώσει ακόμη τη δυναμική τους, αλλά υποδεικνύουν σαφή τάση, παραπέμπουν σε μια εικόνα σταθεροποίησης της περιοχής υπό την εγγύηση των ευρασιατικών δυνάμεων, ενώ η δυτική διπλωματία μοιάζει απλώς να παρακολουθεί.

Την Τετάρτη ανακοινώθηκε ότι την επόμενη εβδομάδα πρόκειται να πραγματοποιηθεί τετραμερής συνάντηση Τουρκίας, Συρίας, Ρωσίας και Ιράν σε επίπεδο υφυπουργών Εξωτερικών, ώστε υπάρξει η κατάλληλη προεργασία για αναβάθμιση του σχετικού διαλόγου σε ανώτερο πολιτικό επίπεδο. Αυτή που έως τώρα ήταν γνωστή ως “Ομάδα της Αστάνα” για την ειρήνευση της Συρίας, εμπλουτίζεται πλέον με τη συμμετοχή του ίδιου του καθεστώτος Άσαντ, γεγονός που σε ό,τι τουλάχιστον αφορά την Άγκυρα συνιστά τομή. Και είναι σαφές ποιά προτεραιότητα που μπορεί να συνενώσει και τις τέσσερις αυτές πλευρές: ο τερματισμός της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην κουρδοκρατούμενη βορειοανατολική Συρία, ο οποίος συντελεί στην ενθάρρυνση των κουρδικών αποσχιστικών βλέψεων, διακόπτει την εδαφική επικοινωνία γειτόνων και τροφοδοτείται από την παράνομη εξαγωγή συριακού πετρελαίου.

Την Πέμπτη, μία άλλη εξέλιξη προέκυψε δίχως να έχει προαναγγελθεί: η επίσκεψη του Σαουδάραβα υπουργού Εξωτερικών στη Μόσχα, στην οποία συζητήθηκαν διμερή, περιφερειακά και διεθνή θέματα, σε μια ανάγλυφη αποτύπωση της ελευθερίας κινήσεων που διεκδικεί η χώρα του πρίγκηπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν έναντι του παραδοσιακού υπερατλαντικού εγγυητή της ασφάλειάς της. Το Ριάντ όχι μόνο αγνόησε τις συστάσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν σε ό,τι αφορά τη συνεργασία με τη Μόσχα στο πλαίσιο του OPEC+, αλλά και εμφανίσθηκε πρόθυμο να μεσολαβήσει στην ουκρανική κρίση, δείχνοντας να μην το απασχολεί το γεγονός ότι ο μεγάλος περιφερειακός ανταγωνιστής του, η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, επίσης συσφίγγει τις σχέσεις του με την χώρα του Πούτιν και φέρεται να τροφοδοτεί την πολεμική προσπάθεια της τελευταίας με εξαγωγές drones.

Αλλά η πραγματική “βόμβα” έμελλε να σκάσει την Παρασκευή, οπότε και έγινε γνωστό ότι η Σαουδική Αραβία και το Ιράν αποκαθιστούν τις διπλωματικές τους σχέσεις μετά από διακοπή επτά ετών, χάρη στη μεσολάβηση της Κίνας, η οποία και ολοκλήρωσε μια διπλωματική προσπάθεια που το προηγούμενο διάστημα είχε φέρει τους δύο μεγάλους αντιπάλους εκατέρωθεν του Περσικού Κόλπου να πραγματοποιούν εμπιστευτικές συνομιλίες στο Ιράκ και το Ομάν.

Η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων είχε προκύψει το 2016 όταν η Σαουδική Αραβία είχε προχωρήσει σε εκτελέσεις Σιιτών υπηκόωων της, μεταξύ των οποίων ο γνωστός αντιφρονών κληρικός Νιμρ αλ Νιμρ. Η δε αποκατάσταση των σχέσεων προέκυψε σε συνάντηση που είχαν απεσταλμένοι των δύο πλευρών στο Πεκίνο κατόπιν προσκλήσεως του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ.

Τα νέα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά για χώρες της περιοχής που αποτελούσαν πεδίο “εξαγωγής” της ιρανο-σαουδαραβικής αντιπαράθεσης, όπως το Ιράκ, ο Λίβανος και βεβαίως η σπαρασσόμενη από το 2014 Υεμένη – αν και στην περίπτωση των τελευταίων ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν δεν θα αποφύγει το “πικρόν ποτήριον” της άμεσης διαπραγμάτευσης με τους Χούθι (επισήμως: κίνημα Ανσαρουλάχ), οι οποίοι δεν αποτελούν ενεργούμενο της Τεχεράνης κατά τρόπο ώστε να καταθέσουν τα όπλα με ένα δικό της νεύμα.

Η επανασυμφιλίωση ευνοεί τα δύο μέρη, στον βαθμό που διευκολύνει προοπτικά την έξοδο του Ιράν από τον κλοιό των αμερικανικών κυρώσεων, αλλά και απομακρύνει το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής επέμβασης σαν αυτή που διακαώς επιθυμεί να προκαλέσει το Ισραήλ εναντίον της Ισλαμικής Δημοκρατίας, με τη Σαουδική Αραβία να κινδυνεύει σε αυτό το ενδεχόμενο να υποστεί τα ιρανικά αντίποινα.

Ήδη στο εβραϊκό κράτος η συμφωνία της Παρασκευής εισπράττεται ως ήττα, όπως την χαρακτήρισε ο πρώην πρωθυπουργός Ναφταλί Μπένετ, ενώ πηγή του πρωθυπουργικού γραφείου του Βενιαμίν Νετανιάχου αντέστρεψε την κατηγορία, επισημαίνοντας ότι οι ιρανο-σαουδαραβικές διαβουλεύσεις άρχισαν το 2021, επί της προηγούμενης ισραηλινής κυβέρνησης, οπότε το Ριάντ “συναισθάνθηκε μια αδυναμία του Ισραήλ και των ΗΠΑ και στράφηκε σε άλλα κανάλια”. Το γεγονός ότι το Ισραήλ βιώνει μια μακρόσυρτη πολιτική κρίση, και πλέον και τις διαδηλώσεις που πυροδότησαν οι κινήσεις της νέας ακροδεξιάς κυβέρνησης για περιστολή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, περιπλέκει περαιτέρω τα πράγματα, γεννώντας μείζονα στρατηγικά ερωτήματα για τη μελλοντική πορεία της χώρας.

Σε κάθε περίπτωση, εξανεμίζεται η ευφορία που επικρατούσε μέχρι πρόσφατα σχετικά με τις Συμφωνίες του Αβραάμ, όπου αραβικά κράτη προχωρούσαν σε αμοιβαία αναγνώριση με το Ισραήλ (πρωτοστατούντων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, τα οποία παρεμπιπτόντως επωφελούνταν και από την παράκαμψη των κυρώσεων κατά του Ιράν). Το γεγονός ότι ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν καθυστερούσε να προσχωρήσει στις Συμφωνίες δεν οφειλόταν απλώς, όπως ήταν η κοινή πεποίθηση, σε εξαγορά χρόνου για τακτικούς λόγους.

Αλλά το μείζον είναι ο μεσολαβητικός ρόλος της Κίνας, ασυνήθης με βάση την ως τώρα στάση της, αλλά σύμφωνος με την Πρωτοβουλία Παγκόσμιας Ειρήνης που μόλις δημοσιοποίησε ως νέο διπλωματικό δόγμα της. Πόσω μάλλον που η συμφωνία της Παρασκευής γίνεται ευρέως αντιλητή ως “ορεκτικό” για αυτό που αποτελεί την κύρια φιλοδοξία της Ομάδας BRICS: την διεύρυνσή της με ταυτόχρονη εισδοχή του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Διεύρυνση η οποία αναμένεται να περιλάβει σταδιακά και άλλες χώρες και δρομολογήθηκε, διόλου τυχαία, στο φόντο του πολέμου της Ουκρανίας, ο οποίος αξιολογείται από τους ενδιαφερόμενους ως σημείο καμπής στις σχέσεις με τη Δύση, αλλά και την ικανότητα της τελευταίας να δίνει τον τόνο των διεθνών εξελίξεων.

Και μολονότι βέβαια το Ριάντ δεν έχει κανένα λόγο να κινηθεί με διαζευκτική λογική και να αποδυναμώσει τους δεσμούς του με τη Δύση, δεν είναι τυχαίο ότι και στο πεδίο των εγγυήσεων ασφαλείας εξετάζει μια γκάμα ενδεχομένων που συμπεριλαμβάνουν την πιθανή ένταξη στο ρωσο-κινεζικής εμπνεύσεως Σύμφωνο της Σαγκάης. Η επιθυμία του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν να διαφοροποιήσει μέσω μεγάλων επενδυτικών σχεδίων την οικονομία της χώρας του (και να εξασφαλίσει ασφαλώς την δική του εξουσία έναντι ανταγωνιστών πριγκήπων περισσότερο αρεστών στις ΗΠΑ) εξηγούν την δεκτικότητά του σε φιλικά μηνύματα από μη παραδοσιακές κατευθύνσεις.

Άλλωστε η ταυτόχρονα συμμετοχή της Ινδίας και του Πακιστάν (δύο παραδοσιακά αντίπαλων χωρών εξοπλισμένων με πυρηνικά) στο Σύμφωνο της Σαγκάης αποτελεί προηγούμενο, που ενισχύει τη φήμη των ευρασιατικών δυνάμεων ως σταθεροποιητών εύφλεκτων μετώπων. Μένει να φανεί αν και το μεσανατολικό πεδίο Κίνα και Ρωσία, που ασφαλώς διόλου δεν επιθυμούν την διεύρυνση του κλειστού κλαμπ των πυρηνικών δυνάμεων, έχουν αποσπάσει από το Ιράν εγγυήσεις ότι δεν θα προχωρήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα, αποτρέποντας και την Σαουδική Αραβία από τον πειρασμό να το μιμηθεί. Εάν τυχόν το επιτύχουν, θα έχουν καταφέρει αυτό που η ευρωπαϊκή διπλωματία δεν φάνηκε ικανή να υπερασπισθεί: την διεθνή συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, την οποία διαπραγματεύθηκαν οι “τρεις μεγάλοι” της Ευρώπης και τορπίλισε λίγα χρόνια μετά ο Ντόναλντ Τραμπ, υπό την επιρροή του Νετανιάχου.

Τον μεσολαβητικό της ρόλο η Κίνα τον κατοχύρωσε αξιοποιώντας αρχικά τα οικονομικά της μέσα: ήτοι με την επενδυτική συμφωνία που υπέγραψε με το Ιράν, αλλά και τη συμφωνία για μερική διεξαγωγή της εμπορίας πετρελαίου σε γιουάν.

Το ότι τρεις πρωταθλητές της πετρελαϊκής παραγωγής, όπως η Ρωσία, η Σαουδική Αραβία θα συναποτελούν μέλη ενός μπλοκ το οποίο φιλοδοξεί να παρακάμψει την κυριαρχία του δολαρίου και του υπό αμερικανικό έλεγχο διεθνούς συστήματος πληρωμών έχει επιπτώσεις προοπτικά κοσμοϊστορικές.

Η Κίνα (και από κοντά της η Ρωσία) προβάλλουν ως δυνάμεις ικανές να σταθεροποιήσουν τη Μέση Ανατολή με οικονομικά και διπλωματικά μέσα (εκεί που τυχοδιωκτισμοί όπως η προ εικοσαετίας αμερικανική εισβολή στο Ιράν τη βύθισαν στο χάος) και να συνδέσουν απευθείας την Ανατολική Ασία με την φυσική κατάληξη των “δρόμων του μεταξιού” κατά τρόπο που να παρακάμπτει το γεωπολιτικό και χρηματοπιστωτικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ. Αλλά βέβαια αυτά ακόμη αποτελούν, παρά τη θεαματική επιτάχυνση των εξελίξεων, μία τάση που απέχει πολύ από το να ολοκληρωθεί – και την οποία αναμφίβολα η Ουάσιγκτον θα επιχειρήσει να διαταράξει με κάθε τρόπο. 

Related posts

Ύπατη Αρμοστεία: Ο αριθμός των Αφγανών που διασχίζουν τα σύνορα με το Ιράκ και το Πακιστάν “δεν είναι μεγάλος”

banks

Χρέος-ρεκόρ 539 δισ. ευρώ θα εκδώσει το 2023 η Γερμανία

banks

Ισραήλ-Παλαιστίνη: Έξι Παλαιστίνιοι νεκροί από επιχείρηση του ισραηλινού στρατού στην Τζενίν

banks

Σερβία: Πορεία υπέρ της Ουκρανίας στο Βελιγράδι

banks

Το Ηνωμένο Βασίλειο παρουσίασε σχέδιο πώλησης ομολόγων ύψους 241 δισ. λιρών

banks

Η General Motors ανακαλεί 73.000 ηλεκτρικά οχήματα Bolt – Στο 1 δισ. δολάρια το κόστος

banks