Η χορήγηση μεγάλου ύψους νέων δανείων σε αξιόπιστους πελάτες αποτελεί πλέον τη βασικότερη προτεραιότητα των κυπριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τόσο το 2025, όσο και για την επόμενη χρονιά, προκειμένου αυτή να αποτελέσει αντίβαρο στην επίπτωση που θα προκύψει από την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για μείωση επιτοκίων. Παράλληλα, μεγάλο κίνητρο για την αύξηση των δανειοδοτήσεων αποτελεί και ο πολύ χαμηλός δείκτης χορηγήσεων προς καταθέσεις, ο οποίος έκλεισε στο τέλος της περυσινής χρονιάς χαμηλότερα από το 50%.
Το 2024 εξελίχθηκε σε πολύ ικανοποιητική χρονιά για τις κυπριακές τράπεζες, καθώς ο συνδυασμός των υψηλών καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων και της καλής πορείας της οικονομίας οδήγησε σε μια ισχυρή κερδοφορία.
Ειδικότερα πέρα από τα αποτελέσματα εννεαμήνου που έχουν ήδη δημοσιεύσει οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας (Κύπρου και Ελληνική), ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επίδοση στο εννεάμηνο του κλάδου ως σύνολο, όπου σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου: Τα καθαρά έσοδα από τόκους διαμορφώθηκαν σε 1,54 δισ. ευρώ, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες σε 264,8 εκατ. ευρώ, τα κέρδη προ προβλέψεων και απομειώσεων στο 1,226 δισ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη από συνεχιζόμενες δραστηριότητες στα 952,5 εκατ. ευρώ.
Αν συνεκτιμηθεί ότι στις 30/9/2024 τα ίδια κεφάλαια των κυπριακών τραπεζών είχαν διαμορφωθεί στα 5,906 δισ. ευρώ, τότε προκύπτει ένας πολύ ικανοποιητικός δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων. Και όλα αυτά, όταν ο κλάδος έχει εξυγιάνει τα δανειακά του χαρτοφυλάκια και διαθέτει ισχυρούς εποπτικούς δείκτες.
Ειδικότερα, η Τράπεζα Κύπρου εμφάνισε στο εννεάμηνο του 2024 καθαρά κέρδη 401 εκατ. ευρώ (+15% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023) και η Ελληνική Τράπεζα 284 εκατ. (+28%).
Παρόλα αυτά, η νέα χρονιά δεν στερείται προκλήσεων, με κυρίαρχη να είναι η προβλεπόμενη συρρίκνωση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου λόγω της πολιτικής που αναμένεται να ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ήδη είχαμε στις 30 Ιανουαρίου τη πρώτη φετινή μείωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ).
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον η αύξηση των χορηγήσεων αποτελεί μονόδρομο για τις κυπριακές τράπεζες, καθώς ο δείκτης των δανείων προς τις καταθέσεις διαμορφώθηκε στο τέλος του 2024 μόλις στο 45,4%! (σύνολο χορηγήσεων 25,4 δισ., έναντι συνολικών καταθέσεων 55,9 δισ. ευρώ). Πέραν αυτού, στόχος των τραπεζών είναι η περαιτέρω αύξηση των μη επιτοκιακών εσόδων, με έμφαση στην ανάπτυξη των ασφαλιστικών εργασιών και του asset management.
Μερίδια αγοράς
Μέσα στο τρίτο φετινό τρίμηνο αναμένεται να συγχωνευθούν η Ελληνική Τράπεζα και η Eurobank Κύπρου (δηλαδή ο δεύτερος και τρίτος κατά σειρά «παίκτης» του κλάδου) δημιουργώντας στη χώρα μια αγορά όπου τον πρώτο λόγο θα έχουν δύο μεγάλοι όμιλοι (Ελληνική και Κύπρου), καθένας εκ των οποίων θα κατέχει μερίδιο της τάξεως του 40% (π.χ. το συγχωνευμένο σχήμα Ελληνικής-Eurobank το 42% των καταθέσεων και το 36% των δανείων).
Στην τρίτη θέση της αγοράς θα περάσει η Alpha Bank, με ένα μερίδιο κοντά στο 5%. Στους στόχους της Alpha Βank Κύπρου είναι να αποτελέσει την εναλλακτική επιλογή των δύο μεγαλύτερων «παικτών» και να διπλασιάσει τα μεγέθη της σε βάθος χρόνου. Για τον σκοπό αυτό θα δοθεί έμφαση σε τομείς που ο όμιλος είναι δυνατός στην Ελλάδα, όπως ο δανεισμός των μεγάλων επιχειρήσεων και το asset management. Μέσα στους στόχους του 2025 αποτελεί και η προσφορά στην κυπριακή αγορά όλων των προϊόντων του wealth management που προσφέρονται στην Ελλάδα.
Αξιοσημείωτη παρουσία στην τοπική αγορά έχει τόσο η Astrobank, όσο και η Εθνική Τράπεζα η οποία θα επιδιώξει να αναπτυχθεί δυναμικά κατά τα επόμενα χρόνια.
«Καύσιμο» η οικονομία
Καταλυτικό ρόλο στην προσπάθεια των κυπριακών τραπεζών να αυξήσουν τις χορηγήσεις τους ελπίζεται ότι θα διαδραματίσει και η πορεία της οικονομίας. Το 2024 η χώρα σημείωσε ρυθμό ανάπτυξης +3,7% και ανεργία χαμηλότερη του 5%. Παράλληλα, με ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα που προσεγγίζει το 5% του ΑΕΠ, ο δείκτης του δημοσίου χρέους προβλέπεται να υποχωρήσει κάτω από το 60% από το 2026, ενώ η πιστοληπτική ικανότητα της Κύπρου βαθμολογείται με «Α» από όλους τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Ελπίζεται λοιπόν ότι το θετικό μακροοικονομικό περιβάλλον (προβλέψεις ξένων οίκων για συνέχιση της ανάπτυξης και κατά τα επόμενα χρόνια) σε συνδυασμό με την πολιτική της χώρας για ανάπτυξη σε κρίσιμους τομείς (π.χ. νέες τεχνολογίες, start ups, υγεία, εκπαίδευση, αμυντικός εξοπλισμός, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δημιουργία υποδομών, κ.λπ.) θα τονώσουν τη ζήτηση εγχώριων και ξένων επιχειρήσεων που θα θελήσουν να επενδύσουν στην Κύπρο.
Παράλληλα, οι τράπεζες εντείνουν τις προσπάθειές τους και στο international banking, λόγω και των καλών σχέσεων της χώρας με μια σειρά από χώρες (π.χ. Ινδία, Αίγυπτος, Ισραήλ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ιορδανία, Λίβανος, κ.ά.).