Δύο κύκλοι τηλεφωνικών επικοινωνιών, ένας με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ την Παρασκευή και ένας με πρωτοβουλία της Νέας Αριστεράς το Σάββατο, ανέδειξαν την αδυναμία συντονισμού που υπάρχει αυτή τη στιγμή στις τάξεις της προοδευτικής αντιπολίτευσης –η οποία, πάντως, δεν προκύπτει από ανικανότητα, αλλά από έλλειψη διάθεσης τουλάχιστον από τον ΠΑΣΟΚ και από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορεί ο στόχος τους, η πίεση προς την κυβέρνηση, να είναι κοινός, ωστόσο ο τρόπος προσέγγισης είναι διαφορετικός. Και κυρίως, η κάθε πλευρά θέλει να διεκδικήσει για τον εαυτό της την πρωτοβουλία των κινήσεων. Το ΠΑΣΟΚ δεν θέλει μόνο να ανταποκριθεί στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά παράλληλα να στείλει μήνυμα και στο κεντρώο του ακροατήριο πως θα το πράξει με τρόπο που δεν τον ταυτίζει με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, θέλει να υπενθυμίσει, και με σύνθημα σε πρόσφατη αφίσα, πως αυτός είναι η «πραγματική αξιωματική αντιπολίτευση» -δεν δείχνει, άρα, διάθεση να αφήσει την σκυτάλη των πρωτοβουλιών σε κάποιον άλλο.
Η πρώτη διαφωνία φάνηκε στην διαχείριση της προ ημερησίας συζήτηση για τα Τέμπη, με το ΠΑΣΟΚ να μην καταθέτει δικό του αίτημα και να μην στηρίζει το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ. Αντ΄ αυτού, ο Νίκος Ανδρουλάκης δεσμεύτηκε πως θα πάρει πρωτοβουλίες για την κατάθεση μιας πρότασης δυσπιστίας, όταν πια βγουν τα πορίσματα που αναμένονται από το ΕΜΠ και την Γάνδη, κλιμακώνοντας την στάση του όσο έρχονται στο φως νέα στοιχεία.
Με αυτή τη στρατηγική διαφώνησε ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον Σωκράτη Φάμελλο να επιχειρεί να επισπεύσει την διαδικασία: μέχρι την Παρασκευή το απόγευμα όλοι ήξεραν πια πως μπορεί η Νέα Αριστερά και η Πλεύση Ελευθερίας να συνυπέγραφαν το αίτημα, ωστόσο ο απαιτούμενος αριθμός, χωρίς την συνδρομή των υπογραφών του ΠΑΣΟΚ, δεν συγκεντρωνόταν –και μαζί, εκτίμησαν στην Κουμουνδούρου, πως το μήνυμα που θα έστελνε μια αντιπολίτευση διχασμένη θα ήταν λάθος. Το ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του, επέμεινε στην θεσμική διαχείριση, στην λογική πως θα ήταν κρίμα, για μερικές μέρες, η κυβέρνηση να βρει σανίδα σωτηρίας στην βιασύνη της αντιπολίτευσης.
Ο πρώτος κύκλος είχε, τουλάχιστον στην θεωρία, διαφορά τακτικής. Ο δεύτερος, το μεσημέρι του Σαββάτου, δεν απέτυχε για τον ίδιο λόγο: ο Αλέξης Χαρίτσης ζήτησε συνάντηση των πολιτικών αρχηγών για το θέμα των Τεμπών και την διαχείρισή του, η οποία φαίνεται πως έπεσε στο κενό τόσο από την πλευρά της Χαριλάου Τρικούπη όσο και από την πλευρά της Κουμουνδούρου. Η Νέα Αριστερά, όπως και η Πλεύση Ελευθερίας, ακολουθούν στρατηγική υπέρ της συνεννόησης για το θέμα -η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχει ζητήσει ακόμα και την σύσταση σχετικού συμβουλίου για την αντιπολίτευση.
Μια τόσο συντονισμένη επαφή, ωστόσο, ειδικά για το ΠΑΣΟΚ που ξεκαθαρίζει σε όλους τους τόνους την αυτόνομη πορεία του, δεν είναι ούτε εύκολη ούτε ενδεχομένως απαραίτητη, με δεδομένο πως πρώτος στόχος του συνεχίζει να είναι η αυτοδυναμία, ανεξαρτήτως δημοσκοπήσεων. «Λέω κάτι ξεκάθαρο: προχωράμε αυτόνομα και στη δική μου κυβέρνηση δεν θα υπάρχουν ούτε δραχμιστές, ούτε όμως ακροδεξιοί. Το ερώτημα είναι, αν αυτό μπορεί να το δηλώσει και ο Πρωθυπουργός», ανέφερε, στο ίδιο μήκος κύματος, ο Νίκος Ανδρουλάκης («Παραπολιτικά»).
Η ασυμφωνία, ωστόσο, σταματάει αναπόφευκτα εκεί που ξεκινάει ο κανονισμός της Βουλής. Καμία κοινοβουλευτική ομάδα δεν συγκεντρώνει από μόνη της τον απαιτούμενο αριθμό των 50 βουλευτών για να καταφέρει να κάνει πρόταση δυσπιστίας, ενώ ακόμα και το αίτημα για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής απαιτεί 30 –δηλαδή μόνο το ΠΑΣΟΚ μπορεί να αιτηθεί μόνο του.
Από την στιγμή που όλες οι πλευρές έχουν δεσμευτεί για κοινοβουλευτική λογοδοσία της κυβέρνησης, αναγνωρίζουν πως μόνο κακό θα κάνει στην όποια πίεση θελήσουν να ασκήσουν να τραβήξει ο καθένας ξεχωριστά τον δρόμο του. Οι κινήσεις που θα έχουν αντίκρισμα και δεν θα πέσουν στο κενό, είναι αυτές που πρακτικά θα μπορούν να φέρουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην Βουλή.
Σε μεγάλο βαθμό, λόγω της κοινοβουλευτικής ανισορροπίας, σ’ αυτές η μια πλευρά δεν θα προσπαθεί παράλληλα «να την φέρει» στην άλλη.
Μέχρι τότε, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα κάνουν το παν για να καταστήσουν σαφές, και σε επίπεδο συμβολισμών, πως είναι ανταγωνιστικά και πως μεταξύ τους μέτωπο δεν υπάρχει