Με την πλάτη «στον τοίχο» βρίσκεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη, διαπιστώνουν μέχρι και διεθνή μέσα ενημέρωσης, μετά τη γενική απεργία της Τετάρτης που «παρέλυσε» τη χώρα, καθώς το πανάκριβο κόστος ζωής στην Ελλάδα έχει προκαλέσει την οργή των πολιτών, κάτι που άρχισε να φαίνεται και στις δημοσκοπήσεις.
Εξάλλου, η διαγραφή του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά από την Νέα Δημοκρατία, δεν πρόκειται να «λύσει τα χέρια» του Κυριάκου Μητσοτάκη, φέρνοντας νέο «πονοκέφαλο» στην κυβέρνηση ενόψει και της ψήφισης του προϋπολογισμού, που κατατέθηκε σήμερα (20/11).
Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα του βρετανικού Guardian, που αναφέρεται στην πανελλαδική απεργία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα, επισημαίνοντας πως «η φιλοεπιχειρηματική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη δέχεται αυξημένες πιέσεις για να αντιμετωπίσει την επιδεινούμενη κρίση του κόστους ζωής».
Παράλληλα, τονίζει πως τα συνδικάτα «διεκδικούν αξιοπρεπείς μισθούς, μπροστά στην εκτίναξη του καταναλωτικού κόστους και τη διεύρυνση της ανισότητας του πλούτου», ενώ σημειώνει πως οι εργαζόμενοι και οι ηγέτες των συνδικάτων έχουν κατηγορήσει την κεντροδεξιά κυβέρνηση πως δεν έχει αντιμετωπίσει τον κλιμακούμενο πληθωρισμό και καταγγέλλουν πως το αυξανόμενο κόστος ζωής έχει διαβρώσει το βιοτικό επίπεδο σε σημείο που πολλοί δυσκολεύονται ακόμα και να επιβιώσουν.
«Το κόστος ζωής είναι στα ύψη και οι μισθοί μας στο ναδίρ, ενώ το υψηλό κόστος στέγασης έχει φέρει τους νέους σε τραγική θέση», δήλωσε στην βρετανική εφημερίδα ο Γιάννης Παναγόπουλος, πρόεδρος της ΓΣΕΕ.
Όπως και άλλες εργατικές ομάδες, αναφέρει ο Guardian, η ΓΣΕΕ κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι αρνείται να λάβει ουσιαστικά μέτρα που θα εξασφάλιζαν στους εργαζόμενους αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, ενώ σημειώνει χαρακτηριστικά πως «οι Έλληνες με χαμηλό εισόδημα αναγκάζονται να τα βγάλουν πέρα με έναν κατώτατο μισθό μικρότερο από 900 ευρώ το μήνα, σε μια χώρα όπου οι τιμές λιανικού εμπορίου, τηλεπικοινωνιών και ενέργειας είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Μάλιστα, προσθέτει πως η αντιπολίτευση έχει συχνά κατηγορήσει την κυβέρνηση για το γεγονός ότι οι λιγότερο προνομιούχοι αναγκάζονται να πληρώνουν «βρετανικές τιμές με βουλγαρικούς μισθούς».
«Ο Μητσοτάκης δεσμεύτηκε πρόσφατα να αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ, αλλά με το κόστος στέγασης να αυξάνεται επίσης, έχει αντιμετωπίσει επικρίσεις ότι αυτό απλώς δεν είναι αρκετό σε μια κοινωνία όπου το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια», υπογραμμίζει επίσης.
Οι έπαινοι για την οικονομία και το «αλλά» για τους Έλληνες
Η αλήθεια είναι πως η βρετανική εφημερίδα κάνει εκτενή αναφορά και στα επιτεύγματα της χώρας μας, κάνοντας λόγο για «επαίνους που θα φάνταζαν αδιανόητοι στο αποκορύφωμα της κρίσης», αφού οι οίκοι αξιολόγησης επικρότησαν την κυβέρνηση Μητσοτάκη για τις δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, που όχι μόνο οδήγησαν στην επίτευξη των στόχων και στην επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα, αλλά είχαν ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να ξεπεράσει τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη.
Ωστόσο, υπογραμμίζεται πως η οικονομική ανάκαμψη «παραμένει έναν κόσμο μακριά από την πραγματικότητα των Ελλήνων, που έμειναν να παραπαίουν από τις περικοπές του προϋπολογισμού, με γνώμονα τη λιτότητα και τις αυξήσεις φόρων που αναγκάστηκε να υποστεί το έθνος για να αποφύγει τη χρεοκοπία κατά τη διάρκεια της κρίσης».
Είναι μια ιστορία επιτυχίας, που δεν μπορεί να μεταφραστεί σε κέρδη στην πραγματική ζωή για τους απλούς ανθρώπους στο δρόμο. Υπάρχει μεγάλη ανησυχία, ακριβώς επειδή τόσοι πολλοί δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Ξανά και ξανά, το βλέπεις να αντανακλάται στις δημοσκοπήσεις μαζί με τη γενική αίσθηση ότι «πρόκειται για μια κυβέρνηση που δεν κατάφερε να αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης», σύμφωνα με πολιτικό αναλυτή που επικαλείται ο Guardian.
Το τελευταίο διάστημα, άλλωστε, η Νέα Δημοκρατία καταγράφει «χαμηλές πτήσεις» στις δημοσκοπήσεις, με τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών να κρίνει αρνητικά την πολιτική της κυβέρνησης.
Η διαγραφή Σαμαρά θα «στριμώξει» την κυβέρνηση;
Παρά το γεγονός ότι το Μαξίμου κάνει ό,τι μπορεί για να διαβεβαιώσει πως η διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά από τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν πρόκειται να απειλήσει την κυβερνητική συνοχή, γεγονός είναι ότι η Νέα Δημοκρατία μένει με 155 βουλευτές – κάτι που αποτελεί μία εύθραυστη ισορροπία ενόψει κρίσιμων ψηφοφοριών, πρωτίστως του προϋπολογισμού, μετά το «γαλάζιο αντάρτικο» του τελευταίου διαστήματος σε μία σειρά κρίσιμων θεμάτων, εκ μέρους βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος.
Την ίδια στιγμή, τα «πυρά» των κομμάτων της αντιπολίτευσης δέχεται, για μία ακόμη φορά, η κυβέρνηση, με αφορμή την κατάθεση του προϋπολογισμού.
Επίθεση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ για τον προϋπολογισμό
Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για «προϋπολογισμό ανισοτήτων και φτώχειας για την πλειοψηφία της κοινωνίας», ενώ το ΠΑΣΟΚ τονίζει πως «δεν απαντά στις συλλογικές ανάγκες της κοινωνίας» και καταγγέλλει ότι οι Έλληνες θα πληρώσουν συνολικά περισσότερους φόρους το 2025 από ό,τι το 2019.
«Ο κ. Χατζηδάκης κατέθεσε σήμερα έναν προϋπολογισμό φτώχειας και αδιαφορίας για την κοινωνική πλειοψηφία. Έναν προϋπολογισμό όπου ομολογούνται τα υπερκέρδη από την φορολογία και αποσιωπούνται οι ανισότητες και η κατάσταση αποσύνθεσης του κοινωνικού κράτους», σημειώνει η Κουμουνδούρου, διαμηνύοντας στην Πειραιώς ότι «οι ‘βολικές’ συγκρίσεις με το 2019, το μόνο που αποδεικνύουν είναι πως η Νέα Δημοκρατία παρέλαβε από τον ΣΥΡΙΖΑ μία οικονομία εκτός μνημονίων, με ανθεκτικότητα και γεμάτα ταμεία, και αυτό που κάνει εδώ και πέντε χρόνια είναι ανακατανομή εισοδημάτων υπέρ των πλουσίων, ένα πάρτι κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος σε ‘ημέτερους’ και έκτακτη επιδοματική πολιτική, όταν τα αποτελέσματα των πολιτικών της φτάνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια για το ελλιπές εισόδημα στα ύψη».
Από την πλευρά της Χαριλάου Τρικούπη, υπογραμμίζεται ότι «η μεγάλη εικόνα στα φορολογικά έσοδα είναι πως το 2024 οι Έλληνες θα πληρώσουν 15 δισ. συνολικά περισσότερους φόρους από το 2019, αύξηση δηλαδή άνω του 29%, τη στιγμή που το πραγματικό ΑΕΠ το 2024 θα είναι αυξημένο μόλις κατά 10% περίπου σε σχέση με το 2019».