Στο 60% αυξάνει η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας τον στόχο για τη διανομή μερίσματος την προσεχή 3ετία 2025-2027, βασιζόμενη στην υψηλή κερδοφορία και την ισχυρή κεφαλαιακή βάση, που επιτρέπει σύμφωνα με τη διοίκηση την οργανική ανάπτυξη του ομίλου, αλλά και την αξιοποίηση ευκαιριών εντός και εκτός συνόρων. Αυτό δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου ΕΤΕ Παύλος Μυλωνάς, στο πλαίσιο της ενημέρωσης των αναλυτών για τα αποτελέσματα του 2024, που έκλεισαν με οργανικά κέρδη μετά από φόρους ύψους 1,3 δισ. ευρώ.
Ο όμιλος, σύμφωνα με τη διοίκηση, διαθέτει έξτρα κεφάλαια άνω των 2 δισ. ευρώ για οργανική ανάπτυξη και εξαγορές που θα συμβάλουν στην περαιτέρω ενίσχυση της κερδοφορίας της. Με βάση τα μεγέθη του 2024, ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας ανήλθε στο 18,3% και περιλαμβάνει την αύξηση της πρόβλεψης για διανομή από τα κέρδη του 2024 σε 50% από 40% το εννεάμηνο, ενώ για την 3ετία 2025-2027 προβλέπεται η διανομή του 60% των καθαρών κερδών. «Υπερβήκαμε τους στόχους που είχαμε θέσει για το 2024 –οι οποίοι αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω τον Αύγουστο– σε όλα τα επίπεδα, με την απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων να διαμορφώνεται σε 17,5% – άνω του 16% που είχαμε θέσει», σημείωσε ο κ. Μυλωνάς και όπως διαβεβαίωσε, «ο στόχος για το μέρισμα παραμένει σταθερός παρά το όποιο πιθανό ρίσκο που μπορεί να υπάρξει σε γεωπολιτικό επίπεδο».
Η διοίκηση της Εθνικής απέφυγε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο για την Εθνική Ασφαλιστική, ενώ ερωτηθείς για τις ευκαιρίες ανάπτυξης μέσω εξαγορών στην Κύπρο και συγκεκριμένα την Τράπεζα Κύπρου, ο κ. Μυλωνάς δήλωσε ότι «αναζητούμε συναλλαγές που θα συμβάλλουν στην αύξηση της αξίας για τους μετόχους με αιχμή την αύξηση του μεγέθους στους τομείς της τεχνολογίας και της ενέργειας, αναμένοντας όπως είπε, τη σωστή ευκαιρία».
Οι εκταμιεύσεις δανείων ξεπέρασαν τα 9 δισ. πέρυσι, ενισχυμένες κατά 31% σε ετήσια βάση.
Το 3ετές επιχειρησιακό πλάνο για την περίοδο 2025-27 προβλέπει καθαρά επιτοκιακά έσοδα 2,1 δισ. την τρέχουσα χρονιά και 2,3 δισ. το 2027, ενώ τα έσοδα από προμήθειες θα αυξηθούν με ετήσιο ρυθμό άνω του 8% στην 3ετία. Οι αναθεωρημένοι στόχοι εστιάζουν στην ανθεκτικότητα των καθαρών εσόδων από τόκους, παρά τη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, με τον μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου των δανείων να εκτιμάται στο 8% ετησίως.
Να σημειωθεί ότι οι εκταμιεύσεις δανείων ξεπέρασαν τα 9 δισ. το 2024, ενισχυμένες κατά 31% σε ετήσια βάση, ως αποτέλεσμα της ισχυρής ανάπτυξης στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, τη χρηματοδότηση έργων και τη ναυτιλία, ενώ οι εκταμιεύσεις λιανικής τραπεζικής αυξήθηκαν κατά +30% ετησίως σε 1,5 δισ. το 2024, με ηγετικά μερίδια αγοράς στη νέα παραγωγή στεγαστικών, καταναλωτικών δανείων. Τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξήθηκαν κατά +4% σε ετήσια βάση το 2024, στα 2,3 δισ. και αντανακλούν μεταξύ άλλων τη σημαντική πιστωτική επέκταση, άνω των 3 δισ. αύξηση στα εξυπηρετούμενα δάνεια ετησίως και την ανθεκτικότητα έναντι των μειούμενων επιτοκίων euribor στο τέλος του 2024 σε σχέση με το τέλος του 2023.
Οι προμήθειες ενισχύθηκαν κατά 12% σε ετήσια βάση, στα 427 εκατ., με αιχμή του δόρατος τις σταυροειδείς πωλήσεις επενδυτικών προϊόντων (+47% σε ετήσια βάση), καθώς και την ισχυρή αύξηση των προμηθειών χορηγήσεων, ιδίως στην εταιρική τραπεζική (+14% σε ετήσια βάση). Τα υπόλοιπα των εξυπηρετούμενων δανείων σε επίπεδο ομίλου αυξήθηκαν στα 33,6 δισ. στο τέλος Δεκεμβρίου 2024 και οι καταθέσεις ανήλθαν σε 57,6 δισ.