Σε περιβάλλον κοινωνικής πίεσης, δημοσκοπικής φθοράς και αντιπολιτευτικού «πυρ ομαδόν», το Μέγαρο Μαξίμου και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναζητούν αποτελεσματικές διεξόδους. Είναι εμφανές ότι δεν αρκούν οι παραιτήσεις στελεχών από τη στιγμή που γίνονται με χρονική καθυστέρηση – όπως εκείνες του ελεγχόμενου πλέον από την προανακριτική επιτροπή Χρήστου Τριαντόπουλου (ο οποίος έμεινε στη θέση του μέχρι τη επίσημη απόφαση σύστασης της επιτροπής χθες) και του Βασίλη Παπαγεωργίου (ο οποίος αντιμετωπίζει από τον περασμένο Ιούλιο ποινική δίωξη σε βαθμό πλημμελήματος για το «μπάζωμα»).
Ούτε αρκεί μια διαρκής παραπομπή στη Δικαιοσύνη για απαντήσεις και αλήθεια για να γυρίσει ξαφνικά το αρνητικό κλίμα στην κοινωνία (καχυποψίας έως αμφισβήτησης), που ξεπερνά την κυβέρνηση, αγγίζοντας τελικά τους θεσμούς στο σύνολό τους, όπως επιβεβαιώνουν όλες οι δημοσκοπήσεις της περιόδου.
Με βάση αυτά, το Μαξίμου σπεύδει να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της πολιτικής σύγκρουσης για τα Τέμπη. Και θέτει ξανά στον πυρήνα της αντιπαράθεσης το «κράτος». Εξ ου και ο Μητσοτάκης στην πρώτη μετά τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια της Παρασκευής παρέμβασή του κατά την προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή (θα ακολουθήσει νέα ομιλία του την Παρασκευή, όταν ολοκληρωθεί η συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας στην κυβέρνηση) θέλησε να στρέψει τους προβολείς στις παθογένειες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.
Στόχος, να καλλιεργήσει εκ νέου τη θολωμένη εικόνα «αποφασιστικότητας» της κυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό προανήγγειλε ότι η ΝΔ θα εισηγηθεί να κατοχυρωθεί θεσμικά η αξιολόγηση στο Δημόσιο στην επικείμενη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης. Επιπλέον ανακοίνωσε την πρόθεση για διακρατική συμφωνία με ξένο, ευρωπαϊκό φορέα για την υποστήριξη και τη συντήρηση των υποδομών του σιδηροδρομικού δικτύου.
Αφήγημα «εκσυγχρονισμού»
Επί της ουσίας το Μαξίμου επιχειρεί εμφατικά να επαναφέρει – οδεύοντας πλέον στον έκτο χρόνο διακυβέρνησης – το αφήγημα του «εκσυγχρονισμού». Είναι εκείνο με το οποίο θέλει να απευθύνεται όχι μόνο στην κομματική βάση (που και αυτή έχει ανάγκη από σοβαρές ενέσεις συσπείρωσης, όπως έδειξαν τα μηνύματα του Μητσοτάκη τύπου «Δεν θα το βάλουμε κάτω (…) Δεν θα μιλάτε υποτιμητικά για αυτή την παράταξη»), αλλά επιπλέον στο κεντρώο ακροατήριο, που ζητάει τομές και αποτέλεσμα, παίρνοντας αποστάσεις από το κυβερνών κόμμα προς τη γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων στις δημοσκοπήσεις.
Για τον ίδιο λόγο, δηλαδή για να πείσει ότι στα δύο χρόνια που μένουν μέχρι την επόμενη εκλογική αναμέτρηση η κυβέρνηση δεν θα κάνει απλώς διαχείριση αλλά βήματα προς τα εμπρός, ο Μητσοτάκης έσπευσε από σήμερα και δεν κράτησε για την Παρασκευή τις ανακοινώσεις για τον σιδηρόδρομο. Διότι ήθελε να αντιπαραβάλλει τον σχεδιασμό της κυβέρνησης με την «απουσία σχεδίου» εκ μέρους της αντιπολίτευσης.
Όσο για την αυτοκριτική, ύστερα από μια περίοδο αναδιπλώσεων και αναζήτησης του κατάλληλου μείγματος στην κυβερνητική ρητορική, υπήρξαν μάλλον αναγκαστικές, «μετρημένες» παραδοχές: «υποτιμήσαμε τη δύναμη», είπε ο Μητσοτάκης, που μπορεί να είχαν στην κοινή γνώμη διάφορες θεωρίες, «αντιμετωπίσαμε ενοχικά το δικό μας έργο», αναγνωρίζοντας ότι ο ρυθμός των παρεμβάσεων ήταν πίσω από τις ανάγκες, «δεν πείσαμε την κοινωνία» ότι η ανάταξη των σιδηροδρόμων ήταν προτεραιότητα.