Τα έσοδα από τόκους, τα οποία αναμένονται να μειωθούν σταδιακά, αποτελούν το κύριο αντικείμενο εξέτασης για τους αναλυτές και είναι ο λόγος που οι μεγάλες χρηματιστηριακές εταιρείες πιέζουν τις μετοχές να υποχωρούν. Από την άλλη μεριά, οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι αυτή η μείωση θα αντισταθμιστεί σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση της χρηματοδότησης, δηλαδή από την επέκταση της πίστωσης.
Όλες οι τράπεζες προβαίνουν σε αναλύσεις ευαισθησίας στο πλαίσιο της πτώσης των επιτοκίων, με ειδικοί να αναφέρουν ότι αναμένονται ταχύτερες μειώσεις των επιτοκίων από τις αρχικές προβλέψεις. Θεωρούν σίγουρη μια επιπλέον μείωση μέχρι το τέλος του έτους από την ΕΚΤ, ενώ πιστεύουν ότι ο στόχος του 2,5% δεν θα αργήσει και θα επιτευχθεί νωρίς το 2025.
Αναφορικά με αυτή τη μείωση, οι τράπεζες είναι έτοιμες, εξετάζοντας ακόμη και δυσμενείς σενάρια που περιλαμβάνουν ακραία πτώση των επιτοκίων. Αυτή η κατάσταση θα αποκαλυφθεί πλήρως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των τραπεζών. Ο χορός των ανακοινώσεων ξεκίνησε με την Τράπεζα Πειραιώς χθες, 1η Νοεμβρίου, με τις Εθνική και Eurobank να ακολουθούν στις 7 Νοεμβρίου και τέλος την Alpha Bank στις 8 Νοεμβρίου.
Τα παραπάνω μεταβάλλουν το τοπίο και έτσι οι τράπεζες οδηγούνται να ανανεώνουν διαρκώς τα σενάριά τους σε ό,τι αφορά τη μείωση των εσόδων από τόκους και ότι τελικώς αυτή θα επηρεάσει τα έσοδα των πιστωτικών ιδρυμάτων, που είναι και το μέγα ζητούμενο. Oι αναλύσεις δείχνουν πως τα έσοδα από τόκους των πιστωτικών ιδρυμάτων θα αναβαθμιστούν επί της ουσίας το 2027, κάτι που σημαίνει ότι η πιστωτική επέκταση θα αναπτυχθεί αισθητά σε τρία χρόνια από τώρα. Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι τα κέρδη των τραπεζών θα επηρεαστούν ουσιαστικά, αφού τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν φροντίσει να αντισταθμίσουν τις απώλειες. Πλην, όμως, οι αναλυτές ανησυχούν και σημειώνουν ότι στις εύθραυστες οικονομίες και σε εκείνες που αντιμετωπίζουν ισχυρούς κινδύνους μια μεγάλη πιστωτική επέκταση μπορεί να δημιουργήσει νέα κόκκινα δάνεια, στοιχείο το οποίο δεν είναι καθόλου επιθυμητό για τις τράπεζες.
Οι εκτιμήσεις των οίκων αναφέρουν ότι τα έσοδα από τόκους για την Alpha Bank από 1,640 δισ. ευρώ που υπολογίζονται το 2024, θα κινηθούν μεταξύ 1,520 και 1,530 δισ. ευρώ για το 2025. Στη Eurobank η εκτίμηση για το 2024 είναι 2,5 δισ. ευρώ και για το 2025 2,340-2,350 δισ. ευρώ. Για την Εθνική 2,360 δισ. και 2,170 δισ. αντιστοίχως και για την Τράπεζα Πειραιώς 2,090 δισ. και 1,880 δισ. ευρώ.
H μείωση των επιτοκίων θα επηρεάσει εντονότατα και τα σενάρια των stress tests των τραπεζών τα οποία θα δημιουργηθούν με βάση τα αποτελέσματα στο τέλος του έτους και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, προσθέτοντας τη μακροοικονομική εκτίμηση της χώρας. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η εικόνα λειτουργεί θετικότερα όταν προστεθούν οι εκτιμήσεις για τις τιμές των ακινήτων, οι οποίες ανθίσταται παρά τα όσα γίνονται στην Ευρώπη.
Τα σενάρια της άσκησης λοιπόν θα επηρεαστούν με δύο τρόπους: ο πρώτος αφορά την τόνωση της πιστωτικής επέκτασης και ο δεύτερος εκείνη της οικονομίας ως απότοκο της αυξημένης πιστωτικής επέκτασης.
Πιστωτική επέκταση
Οποιεσδήποτε πιθανές απειλές που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν νέα κόκκινα δάνεια -και ως εκ τούτου να περιορίσουν την έγκριση δανείων- θα μπορούσαν να εξισορροπηθούν από την ανθεκτικότητα του επιχειρηματικού τομέα και τη νέα χρηματοδότηση που συνδέεται με το RRF, η οποία θα συνεχίσει να ενισχύει την ανάπτυξη του χαρτοφυλακίου των ενήμερων δανείων των τραπεζών. Επιπλέον, οι αναλυτές σημειώνουν ότι η βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών θα ενδυναμώσει την ποιότητα του ενεργητικού που διαθέτουν οι τράπεζες.
Ωστόσο, οι τράπεζες διανέμουν τα δάνεια του RRF κυρίως σε μεγάλες εταιρείες με υψηλές εγγυήσεις, γεγονός που σημαίνει ότι αν και η ανάπτυξη είναι θετική, δεν μπορεί να ξεπεράσει ορισμένα καθορισμένα επίπεδα. Μάλιστα, αναμένεται ότι το 2025 θα υπάρξει αύξηση στις σχετικές εκταμιεύσεις, καθώς τα διαθέσιμα κονδύλια δεν μπορούν να καθυστερούν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σχετικά με τους ιδιώτες, η πιστωτική επέκταση -τουλάχιστον προς το παρόν- παραμένει περιορισμένη, καθώς στηρίζεται σε επιδοτούμενες χρηματοδοτήσεις (όπως το πρόγραμμα «Το σπίτι μου») κ.ά. Η συνολική πιστωτική επέκταση της χώρας εκτιμήθηκε στα 4,5 δισ. ευρώ, η οποία περιλαμβάνει και τη δυναμική παρουσία των μικρότερων τραπεζών που στο πρώτο εξάμηνο κατέγραψαν συνολική καθαρή πιστωτική επέκταση 1,2 δισ. ευρώ. Ο στόχος για το 2024 παραμένει. Οι συστημικές τράπεζες στοχεύουν σε 1,5 δισ. ευρώ καθαρή πιστωτική επέκταση η καθεμία μέσα στο έτος. Αυτό σημαίνει ότι το συνολικό ποσό των δανείων μείον τις αποπληρωμές θα διαμορφωθεί στα 6 δισ. ευρώ για τις 4 τράπεζες συνολικά. Πάντως, κάποιες από αυτές αναμένεται να ξεπεράσουν αυτό το όριο.