Του Κώστα Ράπτη
Η απειλή επιβολής οριζόντιων δασμών ήταν ήδη κάτι σημαντικό – αλλά δεν ήταν παρά μόνο η αρχή. Η απαίτηση αύξησης των αμυντικών δαπανών των συμμάχων στο 5% του ΑΕΠ τους ήταν επίσης εξωφρενική – αλλά κανείς σώφρων δεν θα στοιχημάτιζε στην υλοποίησή της. Η εμπλοκή διά του Έλον Μασκ στην εσωτερική πολιτική των Ευρωπαίων υπήρξε οπωσδήποτε ξεπέρασμα “κόκκινης γραμμής”. Αλλά κανείς δεν θα φανταζόταν ότι οι επιθετικές διαθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ προς την Ευρώπη θα έφταναν μέχρι του σημείου εδαφικών διεκδικήσεων σε βάρος μιας άλλης χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ, βάζοντας στο μάτι τη Γροιλανδία, η οποία ανήκει στο στέμμα της Δανίας.
Προτού καν εισέλθει στον Λευκό Οίκο, ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ βυθίζει το δυτικό στρατόπεδο σε παραζάλη, αποδεικνύοντας για ακόμα μία φορά ότι είναι δυσκολότερο να είσαι φίλος της Ουάσινγκτον παρά αντίπαλός της. Το γεγονός ότι με τους Τραμπ και Μασκ οι διεθνείς σχέσεις έχουν αποκτήσει την ποιότητα αντιπαραθέσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χωρίς κανείς να μπορεί να γνωρίζει τα όρια δημόσιου και ιδιωτικού ή επίσημου και ανεπίσημου, ασφαλώς δεν διευκολύνει τον προσανατολισμό στο τοπίο της νέας εποχής. Γεγονός, ωστόσο, παραμένει ότι, μέχρι να διευκρινισθούν οι προθέσεις της επόμενης αμερικανικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τους μεγάλους ανταγωνιστές των ΗΠΑ, όπως η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν, τα “φίλια πυρά” προς συμμάχους και εταίρους δίνουν κατεξοχήν τον τόνο.
Κωμικοτραγικά αποτελέσματα
Βέβαια, ο τρόπος που ο Νεοϋορκέζος μεγιστάνας ασκεί την “τέχνη του ντιλ” είναι γνωστός. Όμως οι δηλώσεις Τραμπ δεν μπορούν απλώς να προσπεραστούν: και μόνη η προκλητικότητά τους δημιουργεί αντικειμενικό πολιτικό γεγονός. Για την ακρίβεια, επαναφέρει τις σχέσεις των κρατών σε μια εποχή πριν από τη διαμόρφωση του διεθνούς δικαίου όπως το γνωρίζουμε, σε ένα τοπίο όπου κυριαρχούσε η ωμή ισχύς των όπλων ή του χρήματος.
Τα αποτελέσματα είναι σχεδόν κωμικοτραγικά. Αρκεί να αναλογισθούμε ότι, όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες χαρακτηρίζουν απαράδεκτη την αλλαγή συνόρων διά της βίας, δεν απαντούν πλέον στον Βλαντίμιρ Πούτιν (για τον φόβο του οποίου, πολύ χαρακτηριστικά, εντάχθηκαν εσπευσμένα στο ΝΑΤΟ η Σουηδία και η Φινλανδία), αλλά στον αυριανό πρόεδρο της ηγέτιδας δύναμης της δικής τους συμμαχίας. Και, βέβαια, το Κρεμλίνο δεν έχασε την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι οι δικές του εδαφικές βλέψεις επί της Ουκρανίας έχουν, μετά τις δηλώσεις Τραμπ για τη Γροιλανδία, “δικαιωθεί”.
Η δύναμη του σοκ
Η δύναμη του σοκ έχει στρατηγική σημασία αυτή καθαυτήν. Ο Τραμπ επιχειρεί να αιφνιδιάσει, να επιβεβαιωθεί ως απρόβλεπτος, να πολλαπλασιάσει τα μέτωπα που ανοίγει, τουλάχιστον φραστικά, να περάσει το μήνυμα ότι δεν πρόκειται να τεθεί υπό την ομηρία συμμάχων, αλλά και να εμφανίσει αγέρωχο πρόσωπο, τη στιγμή ακριβώς που η αντικειμενική ανάλυση της κατάστασης δείχνει ότι προετοιμάζει τη χώρα του για μια μεγάλη αναδίπλωση.
Η Αμερική που ο ίδιος υπόσχεται να κάνει “μεγάλη ξανά” (ακόμα και εδαφικά, υποτίθεται, σύμφωνα με τις τελευταίες του δηλώσεις) είναι μια δύναμη η οποία πριν από όλα θα πρέπει να διαχειρισθεί έναν πόλεμο, αυτόν στην Ουκρανία, ο οποίος δεν μπορεί να κερδηθεί και που πλέον φαντάζει, τουλάχιστον στον Τραμπ, ως περιττή πολυτέλεια. Εξού και ο αυριανός πρόεδρος των ΗΠΑ δεν διστάζει να εκφράσει την “κατανόησή” του για τις αιτιάσεις της Ρωσίας, ενώ προαναγγέλλει, χωρίς να αναφερθεί σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, τη διοργάνωση συνάντησής του με τον Πούτιν, ώστε, κατά τον ίδιο, “να τελειώνουμε με αυτόν τον πόλεμο, που είναι πραγματικός κυκεώνας”.
Είναι πολύ αμφίβολο αν ο Πούτιν, που δηλώνει έτοιμος “ανά πάσα στιγμή” για μια τέτοια συνάντηση, προτίθεται να προσφέρει στον Τραμπ το δώρο ενός συμβιβασμού σε αυτήν τη φάση. Όμως, προτού απαντηθεί αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να εξασφαλισθεί ότι δεν θα σταθούν εμπόδιο οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι προφανώς ερεθίζονται στην ιδέα μιας διαπραγμάτευσης για τα θέματα της ηπείρου τους ερήμην τους.