Επειτα από μια χαοτική χρονιά γεμάτη εμπορικούς πολέμους, κραδασμούς στις αγορές και το μεγαλύτερο σε διάρκεια «λουκέτο» στο αμερικανικό δημόσιο, η αμερικανική οικονομία αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά πολύ πιο ανθεκτική από όσο προέβλεπαν πολλοί. Ομως άλλο ανθεκτική και άλλο καλή. Πολλοί Αμερικανοί θα ξεκινήσουν το 2026 με φόβους για τη δουλειά τους, με αγωνία για τα οικονομικά τους και με απαισιοδοξία ως προς τις προοπτικές βελτίωσης της κατάστασης το νέο έτος.
Την περασμένη εβδομάδα δόθηκαν στη δημοσιότητα ξανά τα επίσημα οικονομικά στοιχεία μετά μακρά καθυστέρηση που είχε προκαλέσει το λουκέτο στο αμερικανικό δημόσιο. Οι σχετικές εκθέσεις είχαν κενά εξαιτίας τεχνικών προβλημάτων, αλλά σε γενικές γραμμές οι εκτιμήσεις για την οικονομία παρέμεναν καθηλωμένες στην ίδια δυσάρεστη εικόνα που επικρατούσε και πριν από το λουκέτο. Τον Νοέμβριο δημιουργήθηκε μεν ένας ικανοποιητικός αριθμός νέων θέσεων εργασίας, αλλά η ανεργία αυξήθηκε. Οι λιανικές πωλήσεις ήταν σε ικανοποιητικά επίπεδα, αλλά περιορίστηκαν σημαντικά οι αυξήσεις των μισθών. Και ο πληθωρισμός αποκλιμακώθηκε, αλλά παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Αυτή η μεικτή εικόνα είναι σαφώς καλύτερη από τις δυσοίωνες προβλέψεις της περασμένης άνοιξης, όταν πολλοί οικονομολόγοι προειδοποιούσαν ότι οι δασμοί του προέδρου Τραμπ θα οδηγούσαν σε εκτροχιασμό του πληθωρισμού ή σε ύφεση ή σε έναν συνδυασμό και των δύο. Η ανάπτυξη για το σύνολο του έτους με την προσαρμογή στον πληθωρισμό εκτιμάται περίπου στο 1,5%, χαμηλότερο μεν από εκείνο του 2024, αλλά πολύ μακριά από τον κίνδυνο της ύφεσης. Μια σταδιακή επιδείνωση δεν παύει, πάντως, να είναι επιδείνωση. Στις έρευνες οι Αμερικανοί δηλώνουν στην πλειονότητά τους ότι αγωνίζονται να αντεπεξέλθουν στο κόστος διαβίωσης και δεν πιστεύουν πως η οικονομία λειτουργεί προς το συμφέρον τους. Η εικόνα αποτυπώνεται στα στοιχεία για τις καταναλωτικές δαπάνες που προκύπτει ότι προέρχονται σε συντριπτικό βαθμό από ένα μικρό αριθμό πλούσιων νοικοκυριών.
Ενισχύθηκε η ανεργία, οι αυξήσεις των μισθών «πάγωσαν» ή μειώθηκαν σημαντικά και τα νοικοκυριά αγωνίζονται να αντεπεξέλθουν στο κόστος διαβίωσης.
Πολλοί αναλυτές προβλέπουν καλύτερη εικόνα για το νέο έτος. Το πρόβλημα για τον κ. Τραμπ, όμως, είναι ότι ορισμένα μεν από τα οικονομικά προβλήματα που έστρεψαν τους ψηφοφόρους στο κόμμα του το 2024 έχουν βελτιωθεί, αλλά ορισμένα άλλα έχουν επιδεινωθεί. Οι δασμοί δεν προκάλεσαν εκτόξευση του πληθωρισμού αλλά εξώθησαν ανοδικά τις τιμές ορισμένων καταναλωτικών προϊόντων. Η αγορά κατοικίας παραμένει άπιαστο όνειρο για πολλούς Αμερικανούς. Η επαγγελματική βοήθεια για τη φροντίδα των παιδιών παραμένει οικονομικά απρόσιτη, οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού ρεύματος αυξάνονται όπως και το κόστος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης για εκατομμύρια οικογενειών καθώς στο τέλος του έτους λήγουν οι σχετικές επιδοτήσεις.
Παρά τον ισχυρισμό του κ. Τραμπ ότι «παρέλαβε χάος» όταν επέστρεψε στον Λευκό Οίκο, η αμερικανική οικονομία ήταν σε καλή κατάσταση υπό πολλές έννοιες. Η ανεργία ήταν σε χαμηλά επίπεδα, οι μισθοί αυξάνονταν και ο πληθωρισμός αν και σε υψηλότερα επίπεδα από τα συνήθη είχε υποχωρήσει από την κορύφωσή του το 2022. Η φρενίτιδα των πρώτων μηνών της δεύτερης θητείας Τραμπ απείλησε να τορπιλίσει αυτή την πρόοδο. Οι παλινωδίες του προέδρου με τους δασμούς και οι αποφάσεις του Ελον Μασκ να καταργήσει προγράμματα και να μειώσει τους δημοσίους υπαλλήλους οδήγησαν σε απότομη πτώση την καταναλωτική εμπιστοσύνη και σε απότομες διακυμάνσεις στο χρηματιστήριο. Με την ανακοίνωση των δασμών στις 2 Απριλίου στα προϊόντα σχεδόν όλων των εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ, οι αγορές σημείωσαν πτώση και οι οικονομολόγοι προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο ύφεσης ή «στασιμοπληθωρισμού», του εφιαλτικού συνδυασμού υψηλού πληθωρισμού και αναιμικής ανάπτυξης που οι ΗΠΑ γνώρισαν για τελευταία φορά τη δεκαετία του 1970.
Οι χειρότερες προβλέψεις δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ, εν μέρει επειδή ο κ. Τραμπ αντέστρεψε τις εξαγγελίες του, ανακάλεσε ορισμένους από τους δασμούς και ανέβαλε άλλους. Εδωσε, έτσι, στις εταιρείες την ευκαιρία να συγκεντρώσουν μεγάλα αποθέματα και να ανασυντάξουν τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες. Οι εταιρείες απέφυγαν να μεταφέρουν τις αυξήσεις των τιμών στους καταναλωτές σε αντίθεση με όσα προέβλεπαν οι οικονομολόγοι, επειδή εκτιμούσαν πως οι καταναλωτές δεν θα θέλουν ή δεν θα μπορούν να αντέξουν το πρόσθετο κόστος.
Αποδείχθηκε, άλλωστε, πως η αμερικανική οικονομία είχε απροσδόκητες πηγές ισχύος που τη βοήθησαν να εξισορροπήσει το βάρος του εμπορικού πολέμου. Η άνοδος της οικοδομικής δραστηριότητας με την ανέγερση των κέντρων δεδομένων για τα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης έδωσε ώθηση στις επενδύσεις των επιχειρήσεων και εξώθησε ανοδικά το χρηματιστήριο σε μεγάλο βαθμό χάρη στην αισιοδοξία για την τεχνητή νοημοσύνη. Το αποτέλεσμα ήταν να ενθαρρυνθούν και οι καταναλωτικές δαπάνες.


