© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Σενάριο διπλασιασμού της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, από το 2025, έτσι ώστε να υποχωρήσουν κατά μία ποσοστιαία μονάδα και όχι κατά μισή, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο, επεξεργάζεται το Οικονομικό Επιτελείο.
Σε πρώτο επίπεδο, είχε αποφασιστεί να πραγματοποιηθεί με το νέο έτος, μια μείωση κατά 0,5 μονάδες και το υπόλοιπο 0,5 να μετατεθεί για το 2027. Όμως, με δεδομένη την πίεση που ασκείται από διάφορα κοινωνικά στρώματα και την ανάγκη να υποχωρήσει το μη μισθολογικό κόστος για τις επιχειρήσεις, εξετάζεται και αυτό το ενδεχόμενο.
Σε κάθε περίπτωση, η οριστική απόφαση αναμένεται να παρθεί αφού πρώτα ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση με την Κομισιόν για τον έξτρα δημοσιονομικό χώρο που θα έχει η ελληνική οικονομία για την επόμενη χρονιά. Μιας και η χώρα βρίσκεται υπό καθεστώς μεταμνημονιακής εποπτείας, το τελικό σχέδιο χρειάζεται την σχετική έγκριση από τις Βρυξέλες για να προωθηθεί προς εφαρμογή.
Το δημοσιονομικό κόστος
To δημοσιονομικό κόστος της διαδικασίας μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, εκτιμάται ότι θα υπερβεί τα 500 εκατ. ευρώ, αν πρόκειται για υποχώρηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Το στοιχείο αυτό, αποτελεί πεδίο προβληματισμού για τους τεχνοκράτες της Κομισιόν. Με βάση τις προβολές που έχουν γίνει, εάν η μείωση είναι μισή ποσοστιαία μονάδα το 2025, η δημοσιονομική επιβάρυνση θα ήταν 247 εκατ. ευρώ.
Το σκεπτικό της περαιτέρω μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών για όσους έχουν μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα, επικεντρώνεται στο πεδίο εξισορρόπησης των αυξήσεων που επίκεινται στους μισθούς. Άλλωστε, η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) έχει προτείνει ο μέσος μισθός να αυξάνεται κατά 5% ανά έτος, για να αντισταθμιστούν οι απώλειες από τον πληθωρισμό.
Στο πεδίο του βασικού μισθού, η επιλογή της Κυβέρνησης είναι και το 2025 να είναι έτος αύξησης, με στόχο το 2027 να φτάσουν τα 950 ευρώ οι βασικές αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα. Όμως αντίστοιχα αναμένονται αυξήσεις και στο πεδίο των Συλλογικών Συμβάσεων, μέσω των διαπραγματεύσεων των δύο μερών, ανά κλάδο. Όσο και αν οι περιορισμοί σε αυτή τη διαδικασία, που έχουν θεσμοθετηθεί από την εποχή των Μνημονίων, δεν έχουν αρθεί, υπάρχει πλέον η πεποίθηση ότι η Κυβέρνηση θα προωθήσει μέτρα, ώστε να διευκολύνονται εφεξής οι ΣΣΕ. Άρα και από αυτό το πεδίο αναμένονται αυξήσεις στους μισθούς, που θα επιβαρύνουν ανάλογα και το συνολικό κόστος εργασίας, μισθολογικό και μη.
6 στα 10 ευρώ καταλήγουν σε εφορία και εισφορές
Το υψηλό μη μισθολογικό κόστος, λειτουργεί ως αντικίνητρο για να προκύψουν αυξήσεις στους μέσους και τους υψηλούς μισθούς των εργαζόμενων στις επιχειρήσεις. Είναι γνωστό ότι για έναν καλοπληρωμένο εργαζόμενο περισσότερα από 6 στα 10 ευρώ που καταβάλλει ο εργοδότης, καταλήγουν στην εφορία και στις ασφαλιστικές εισφορές.
Έως τώρα οι εισφορές (εργοδότη και εργαζόμενου) ανέρχονται σε 36,16% επί του μισθού. Σύμφωνα με τον έως τώρα σχεδιασμό, η υποχώρηση κατά μισή μονάδα θα σήμαινε ότι θα μειωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές στο 35,66%, ενώ αν τελικά μειωθούν κατά μία μονάδα, αυτό μεταφράζεται ότι θα περιοριστούν στο 35,16%.
Υπολογίζεται ότι θα υπερβούν τις 500.000 οι επιχειρήσεις που θα ευνοηθούν από τη συγκεκριμένη μείωση των εισφορών των μισθωτών εργαζόμενων.
Εάν η μείωση κατά μία μονάδα γίνει τόσο στις εισφορές εργαζομένων, όσο και στις εισφορές εργοδοτών, τότε το επικρατέστερο σενάριο θέλει αυτή να προκύψει από το ποσοστό υγειονομικής περίθαλψης που σήμερα ανέρχεται στο 7,10% για τους μισθωτούς (2,55% για τον εργαζόμενο και 4,55% για τον εργοδότη). Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο από το νέο έτος, το συγκεκριμένο ποσοστό θα υποχωρήσει στο 6,10%.
Εάν τελικά η μείωση είναι κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, τότε είναι πιθανότερο αυτή να περιοριστεί στις εισφορές που καταβάλλουν οι εργοδότες, που από 22,29% που είναι σήμερα, θα περιοριστούν στο 21,79%, από την 1η Ιανουαρίου της νέας χρονιάς.