
Στο επίκεντρο της περικοπής 8.000 θέσεων εργασίας στη Γερμανία βρίσκονται οι ταχυδρόμοι και μεταφορείς πακέτων. Συνολικά η γερμανική εταιρεία απασχολεί στη χώρα 187.000 εργαζόμενους, από τους οποίους περίπου το 4% θα βρεθεί χωρίς δουλειά με “κοινωνικά υπεύθυνο τρόπο” μέχρι τέλη του 2025.
Η διοίκηση των Γερμανικών Ταχυδρομείων (Deutsche Post), όπως ονομάζεται το γερμανικό παράρτημα του DHL Group, ανακοίνωσε στα κεντρικά της στη Βόννη ότι στόχος της είναι τα ταχυδρομεία να γίνουν πιο ευέλικτα και αποτελεσματικότερα.
Το πρόγραμμα περικοπής δαπανών αναμένεται να επηρεάσει και άλλους τομείς το ομίλου Logistics DHL, η οποία απασχολεί παγκοσμίως περίπου 600.000 υπαλλήλους. Πονοκέφαλο προκαλεί στην DHL Group το αυξημένο κόστος: Αν και κατάφερε να αυξήσει τον κύκλο εργασιών του κατά 3% στα 84,2 δισ. ευρώ πέρυσι, τα κέρδη προ φόρων και τόκων μειώθηκαν κατά 7,2% στα 5,9 δισ. ευρώ. Τα μέτρα περιορισμού του κόστους αναμένεται να συμπιέσουν τα κόστη περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο ευρώ.
Στη Γερμανία ο τζίρος από τηνπαράδοση επιστολών και δεμάτων αυξήθηκε το 2024 κατά 2,7% φθάνοντας στα 17,3 δις ευρώ. Το λειτουργικό αποτέλεσμα μειώθηκε ωστόσο 5,6% σε 821 εκατομμύρια ευρώ.
Γερμανικά Ταχυδρομεία: “Προβληματικό παιδί”
Εδώ και καιρό τα Γερμανικά Ταχυδρομεία αντιμετωπίζονται ως “προβληματικό παιδί” από τον όμιλο DHL λόγω της πτώσης των κερδών. Άλλοι επιχειρηματικοί τομείς είναι πιο προσοδοφόροι, όπως πχ. υπηρεσίες express, που ζητούν κυρίως εταιρείες για την αποστολή σημαντικών αγαθών και δεμάτων. Περισσότερα κέρδη αποφέρουν στον γερμανικό όμιλο οι υπηρεσίες σχετικά με τις εφοδιαστικές αλυσίδες καθώς και οι εμπορευματικές μεταφορές.
Η διοίκηση της DHL είναι πάντως προσεκτική στις οικονομικές προβλέψεις της. Ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Τομπίας Μάιερ αναμένει και στο άμεσο μέλλον “ένα υποτονικό μακροοικονομικό περιβάλλον” αλλά και μια “παγκόσμια πολιτική και οικονομική κατάσταση που θα παραμείνει ασταθής το 2025”.
Στη Γερμανία, τα ταχυδρομικά τέλη αυξήθηκαν στην αλλαγή του έτους κατά 10,5%. Τα Γερμανικά Ταχυδρομεία επεδίωκαν ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις, αλλά η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων δεν το επέτρεψε.