80 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η ποινική δίωξη ναζί εγκληματιών καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολη. Η Γερμανία μάλλον θα μπορούσε να έχει κάνει περισσότερα.
Ο Κλάους Μπάρμπι, ο οποίος διετέλεσε από το 1942 ως το 1944 επικεφαλής της Γκεστάπο στη Λυών, είχε το προσωνύμιο “Ο Σφαγέας της Λυών” – ένα παρατσούκλι που κέρδισε με τις φρικαλεότητες που διέπραξε. Ο Κουρτ Λίτσκα και ο Χέρμπερτ Χάγκεν πάλι ήταν υπεύθυνοι για τον εκτοπισμό 76.000 Εβραίων – μεταξύ αυτών και 11.400 παιδιών – από διάφορες πόλεις της Γαλλίας προς τα στρατόπεδα εξόντωσης.
Αυτοί ήταν τρεις από τους πολλούς ναζί εγκληματίες πολέμου που εντόπισαν οι Σερζ και Μπέατε Κλάρσφελντ, οι οποίοι αφιέρωσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στο να κυνηγούν ναζί και ανθρώπους που είχαν συνεργαστεί μαζί τους.
Ο δικηγόρος και επιζώντας του Ολοκαυτώματος Σερζ Κλάρσφελντ γράφει σε σχετικό ερώτημα της DW: “Διώκαμε μόνο τους εγκληματίες που είχαν λάβει αποφάσεις για το μέλλον χιλιάδων Εβραίων, διώκαμε μόνο τις ηγετικές προσωπικότητας του σχεδίου της Τελικής Λύσης”.
Η συμβολή των Κλάρσφελντ στη σύλληψη του Μπάρμπι ήταν μεγάλη, όπως το ίδιο και η αναγνώριση του ζεύγους τόσο στη Γαλλία όσο και στη Γερμανία, όπου το κυνήγι των ναζί εγκληματιών πολέμου περιοριζόταν σε λίγες ηγετικές προσωπικότητες. Οι Κλάρσφελντ τιμήθηκαν για την προσφορά τους στη Γερμανία, ενώ το 1979 το κοινοβούλιο της χώρας αποφάσισε πως πλέον τα εγκλήματα της δολοφονίας και της γενοκτονίας δεν θα παραγράφονται.
“Εάν οι Γερμανοί είχαν προβεί σε αυτήν την ενέργεια το ήδη από το 1954, οι εισαγγελείς και τα δικαστήρια θα μπορούσαν να εξετάσουν τις υποθέσεις χιλιάδων ναζί εγκληματιών. Πολλοί δικαστές βέβαια ήταν μέλη του ναζιστικού κόμματος και μάλλον θα τους μεταχειρίζονταν με επιείκεια”, εξηγεί ο Κλάρσφελντ.
Ο αγώνας συνεχίζεται
Σε επιεική μεταχείριση ήλπιζαν και πολλά από τα μικρότερα γρανάζια του ναζιστικού συστήματος δολοφονιών. Όπως για παράδειγμα η Ίρμγκαρντ Φούρχνερ, η οποία πέθανε τον Ιανουάριο σε ηλικία 99 ετών. Η άλλοτε γραμματέας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Στούτχοφ καταδικάστηκε το 2022 για συνέργεια στις δολοφονίες περισσότερων από 10.000 ανθρώπων.
Την υπόθεση είχε κινήσει ο ανώτατος εισαγγελέας Τόμας Βιλ, ο οποίος ασχολείται ενεργά με τη διερεύνηση εθνικοσοσιαλιστικών εγκλημάτων και είναι επικεφαλής της Κεντρικής Υπηρεσίας για τη διαλεύκανση των ναζιστικών εγκλημάτων στο Λούντβιχσμπουργκ. “Όπως και παλαιότερα, έτσι και τώρα αποστολή μας είναι να βρούμε τα άτομα που πρέπει να διωχθούν. Συνεχίζουμε τις έρευνες σε στρατόπεδα εξοντωσης. Σε κάθε στρατόπεδο συγκέντρωσης πέρασαν ενδεχομένως πολλοί άνθρωποι που δεν μπορέσαμε να τους βρούμε και οι οποίοι ζουν ακόμη”, λέει ο Βιλ στην DW.
Λίγοι οι ναζί που είναι ακόμη εν ζωή
Εντωμεταξύ ενώπιον του πλημμελειοδικείου του Χάναου ένας 100χρονος πρώην φύλακας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ζαξενχάουζεν κατηγορείται για συνέργεια σε περισσότερες από 3.300 δολοφονίες.
Για τον Βιλ και την ομάδα του ο εντοπισμός ναζί εγκληματιών σχεδόν 80 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου είναι πάρα πολύ δύσκολος. Όσο λιγότερα τα διαθέσιμα στοιχεία για το εκάστοτε άτομο, τόσο πιο δύσκολη η αποστολή της ομάδας.
Η Κεντρική Υπηρεσία για τη διαλεύκανση των εγκλημάτων των ναζί ξεκίνησε το έργο της την 1η Δεκεμβρίου 1958. Από τότε έως σήμερα έχουν κινηθεί στη Γερμανία περίπου 19.000 νομικές διαδικασίες από τις εισαγγελίες και τα δικαστήρια της χώρας. Οι έρευνες για τον εντοπισμό των εγκληματιών συνεχίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο, μεταξύ άλλων και με τη βοήθεια της Interpol – διότι πολλοί ναζί έχουν φύγει εδώ και χρόνια από τη Γερμανία και ζουν στο εξωτερικό.
Οι ποινικές διώξεις δεν τελειώνουν
Πόσο νόημα έχει όμως ακόμη να φέρνεις ενώπιον της δικαιοσύνης 100χρονους γέρους, οι οποίοι συχνά κρίνονται ανίκανοι να εκτίσουν τις ποινές τους; Αυτή είναι μία ερώτηση που δέχεται συχνά ο Τόμας Βιλ και στην οποία δίνει πάντα την ίδια ξεκάθαρη απάντηση: “Και μόνο το να κριθούν ένοχοι είναι πολύ σημαντικό, διότι έτσι θεμελιώνεται, έστω και καθυστερημένα, η ποινική ευθύνη και η ενοχή των εγκληματιών. Και ταυτοχρόνως αυτό είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό και για τους συγγενείς των θυμάτων”.
Ο Βιλ επικρίνει και αυτός πως από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πριν από 80 χρόνια έχουν υπάρξει στη Γερμανία μόνο λίγες καταδίκες σε βάρος ναζί εγκληματιών. Ένας από τους λόγους πίσω από αυτό είναι το πώς είναι διαμορφωμένο γενικώς το γερμανικό ποινικό δίκαιο, το οποίο δεν έχει θεσπιστεί για τη δίωξη μαζικών εγκλημάτων που διατάχθηκαν από τις κρατικές αρχές. Επίσης, υπήρχε και η βασική θέση πως υπήρχαν από τη μία πλευρά οι κύριοι δράστες, οι οποίοι ευθύνονταν για τα εγκλήματα, και από την άλλη πλευρά οι λεγόμενοι συνοδοιπόροι των εθνικοσοσιαλιστών.
“Έπρεπε να αλλάξουν πρώτα οι κοινωνικές συνθήκες. Χωρίς αμφιβολία όμως μπορούσαν και έπρεπε να έχουν προκύψει περισσότερες καταδίκες. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να αντιληφθούμε το έργο της Κεντρικής Υπηρεσίας και τα πολλά σχετικά στοιχεία που έχουν εντοπιστεί ως αποδείξεις για το πώς αντιμετώπισε η μεταπολεμική κοινωνία το ναζιστικό παρελθόν της”, καταλήγει ο Βιλ.