
Σημαντικές αλλαγές σημειώνονται το τελευταίο διάστημα στη γερμανική βιομηχανία: ενώ οι κορυφαίες επιχειρήσεις όπως η Volkswagen αναγκάζονται να απολύσουν εκατοντάδες ανθρώπους, οι κατασκευαστές αρμάτων μάχης και πυραυλικών κεφαλών ψάχνουν ολοένα και περισσότερους εργαζόμενους.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της EY και της DekaBank “τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ πρόκειται να επενδύσουν μέσα στα επόμενα χρόνια 72 δισεκατομμύρια ευρώ σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς δημιουργώντας έτσι 680.000 θέσεις εργασίας στην Ευρώπη”. Σε σχετική μελέτη της η συμβουλευτική εταιρεία Kearney καταλήγει σε παρόμοια συμπεράσματα. Ο αριθμός των θέσεων εργασίας που θα προκύψουν βέβαια εξαρτάται άμεσα από τον βαθμό στον οποίο θα επενδύσουν εν τέλει τα κράτη στην άμυνα.
Σε περίπτωση που επενδύσουν 2% του ΑΕΠ τους, όπως προβλέπεται από το ΝΑΤΟ, θα χρειαστούν ως το 2030 περίπου 160.000 εργαζόμενοι, ενώ σε περίπτωση που επενδύσουν 2,5% ή και 3%, ο αριθμός των νέων θέσεων εργασίας ανεβαίνει στις 460.000 και 760.000 αντιστοίχως.
Από πού θα βρεθούν οι εργαζόμενοι;
Ορισμένες επιχειρήσεις της αμυντικής βιομηχανίας δεν θα χρειαστούν μονάχα περισσότερα εργατικά χέρια, αλλά και νέες τοποθεσίες για την οικοδόμηση εργοστασίων.
Και τι πιο βολικό από το να στραφούν αυτές οι επιχειρήσεις προς εταιρείες άλλων κλάδων που επί του παρόντος αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα; “Επωφελούμαστε από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η αυτοκινητοβιομηχανία”, παραδέχεται ο Όλιβερ Ντέρε, επικεφαλής της Hensoldt, μίας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της γερμανικής αμυντικής βιομηχανίας. Η εταιρεία βρίσκεται ήδη σε επικοινωνία με επιχειρήσεις της αυτοκινητοβιομηχανίας, όπως οι Continental και Bosch, αναφορικά με την πρόσληψη εργαζομένων από αυτές.
Στο Γκέρλιτς της ανατολικής Γερμανίας, δίπλα στα σύνορα με την Πολωνία, η KNDS, επίσης ηγετική δύναμη στην αμυντική βιομηχανία, παίρνει ένα εργοστάσιο της Alstom, μιας εταιρείας κατασκευής τροχαίου υλικού των σιδηροδρομικών μεταφορών – και μαζί με αυτό και τους μισούς από τους περίπου 700 εργαζόμενους. Η νέα γραμμή παραγωγής στο εργοστάσιο αναμένεται να ξεκινήσει ήδη φέτος.
Η μετάβαση από μία εμπορική βιομηχανία σε αυτήν της άμυνας δεν είναι πάντως απλή υπόθεση, όπως εξηγεί στην DW η Εύα Μπρίκνερ, διευθύντρια της συμβουλευτικής εταιρείας Heinrich & Coll. του Μονάχου: “Μία τέτοια μετάβαση είναι δυνατή μόνο σε συγκεκριμένες θέσεις και ειδικότητες”. Οι εργαζόμενοι σε εργοστάσια όπως της Volkswagen ή άλλων εταιρειών της αυτοκινητοβιομηχανίας “είναι συνήθως σε θέση να εργαστούν για ορισμένες επιχειρήσεις της αμυντικής βιομηχανίας”. Σε άλλα τμήματα των επιχειρήσεων όμως η μετάβαση είναι δύσκολη, έως και αδύνατη – όπως συμβαίνει για παράδειγμα με όσους εργάζονται σε τμήματα πωλήσεων.
Η αμυντική βιομηχανία έχει ιδιαιτερότητες
Ο Χανς Κρίστοφ Ατσπόντιεν, επικεφαλής της γερμανικής Ένωσης για τη Βιομηχανία Ασφαλείας και Άμυνας, αναφέρεται ειδικά σε μία σημαντική ιδιαιτερότητα των εταιρειών της αμυντικής βιομηχανίας: για πολλούς εργαζομένους οι έλεγχοι ασφαλείας είναι υποχρεωτικοί – και κρατούν συχνά καιρό. Η απόκτηση των απαραίτητων αδειών χρειάζεται χρόνο “και ως εκ τούτου είναι δύσκολη η ταχεία μετάβαση των εργαζομένων” από τον έναν κλάδο στον άλλον, τονίζει ο Ατσπόντιεν στην DW.
Στην αμυντική βιομηχανία υπάρχει η λεγόμενη λίστα κρατών, η οποία θέτει υψηλές προδιαγραφές για ενδιαφερόμενους από κράτη που αποτελούν ενδεχομένως κίνδυνο για την ασφάλεια της Γερμανίας. Στη λίστα του γερμανικού Υπουργείου Εσωτερικών βρίσκονται έτσι χώρες όπως το Αφγανιστάν, η Κίνα, το Βιετνάμ, το Ιράκ, το Ιράν, η Συρία, η Ρωσία και τα άλλοτε σοβιετικά κράτη. Ακόμη και η παραμονή κάποιου σε μία από αυτές τις χώρες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θεωρείται προβληματική για τη μετέπειτα απασχόληση του ατόμου αυτού σε εταιρείες που σχετίζονται με την αμυντική βιομηχανία και την ασφάλεια.
Θα έρθει η λύση από τις ΗΠΑ;
Μόνο στη Γερμανία και την Ευρώπη είναι επομένως δύσκολο να βρεθούν άμεσα οι απαραίτητοι ειδικευμένοι εργαζόμενοι, όπως και οι άνθρωποι που θα στελεχώσουν τις ανοιχτές διοικητικές θέσεις στις επιχειρήσεις της αμυντικής βιομηχανίας.
Εδώ όμως μπορεί να βρεθεί η λύση… από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. “Δεδομένου ότι ο Τραμπ έχει ξεκινήσει περικοπές σε ερευνητικά ινστιτούτα και πανεπιστήμια, προκύπτει μία ευκαιρία για την Ευρώπη”, επισημαίνει η Εύα Μπρίκνερ. Ως τώρα οι ΗΠΑ, με τα κορυφαία πανεπιστήμια και τους τεράστιους προϋπολογισμούς για την έρευνα, προσείλκυαν την αφρόκρεμα του χώρου από ολόκληρο τον πλανήτη. Αυτό όμως τώρα αλλάζει “και η Ευρώπη έχει την ευκαιρία να παρουσιαστεί εκείνη ως καινοτόμος δύναμη – και έτσι να προσελκύσει το εργατικό δυναμικό”.
Αναζητούνται υπάλληλοι με… διακριτικότητα
Η Μπρίκνερ είναι πεπεισμένη πως ο κλάδος πρέπει να κινηθεί προς νέες κατευθύνσεις. Να βρεθούν για παράδειγμα περισσότερες γυναίκες στα υψηλότερα κλιμάκια της αμυντικής βιομηχανίας. Απαραίτητοι είναι επίσης “οι άνθρωποι που είναι διακριτικοί. Αυτοί που αποφεύγουν να μιλούν πολύ και ανοιχτά για τη δουλειά τους” – στοιχείο απαραίτητο για τον κλάδο της άμυνας και της ασφάλειας.
Την ίδια στιγμή σε αυτήν τη βιομηχανία, που είναι εδώ και χρόνια κατά κύριο λόγο αναλογική, είναι απαραίτητη και μία πιο έντονη στροφή προς την ψηφιοποίηση – εξ ου και οι εταιρείες αναζητούν πιο έντονα ανθρώπους με ειδίκευση για παράδειγμα στην τεχνητή νοημοσύνη και τα big data.
Είναι βέβαιο πάντως πως αυτή η στροφή θα κοστίσει περισσότερα χρήματα. “Είμαι σίγουρη πως ακόμη και στο κομμάτι των απολαβών των εργαζομένων οι επιχειρήσεις θα πρέπει να βάλουν το χέρι πιο βαθιά στην τσέπη”, καταλήγει η Μπρίκνερ. Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς
Πηγή: Deutsche Welle