- -
Οι αμερικανικές μετοχές εντείνουν το προβάδισμά τους έναντι των παγκόσμιων μετοχών, και αναλυτές και επενδυτές πιστεύουν ότι η κυριαρχία των ΗΠΑ θα μπορούσε να αυξηθεί εάν ο Ντόναλντ Τραμπ καταφέρει να εφαρμόσει την οικονομική του πλατφόρμα χωρίς η χώρα να βυθιστεί σε έναν πλήρη εμπορικό πόλεμο ή να αυξηθεί το ομοσπονδιακό έλλειμμα.
Καθώς ο Νοέμβριος έφτασε στο τέλος του και οι ξένοι θεσμικοί έχουν κλείσει τα βιβλία τους για το έτος και ετοιμάζουν τη στρατηγική τους για το επόμενο, οι εκτιμήσεις αυτές αναμένεται σίγουρα να αποτιμηθούν με κάποιον τρόπο στα χαρτοφυλάκιά τους για το 2025, σηματοδοτώντας σε μεγάλο βαθμό την πορεία που θα ακολουθήσουν οι αγορές. Και η ζυγαριά γέρνει ξεκάθαρα προς νίκη των ΗΠΑ και ήττα της Ευρώπης.
Ο S&P 500 καταγράφει άνοδο πάνω από 24% το 2024, γεγονός που τον τοποθετεί πολύ μπροστά από τους βασικούς δείκτες σε Ευρώπη, Ασία και αναδυόμενες αγορές. Αν και οι αμερικανικές μετοχές έχουν υπεραποδώσει διεθνώς για περισσότερο από μία δεκαετία, το χάσμα αποτίμησης διευρύνθηκε φέτος χάρη στην ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη και τα ισχυρά εταιρικά κέρδη – ιδιαίτερα στον τομέα της τεχνολογίας, όπου ο ενθουσιασμός για τις εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη ενίσχυσε τις μετοχές εταιρειών όπως η Nvidia.
Ορισμένοι συμμετέχοντες στην αγορά πιστεύουν ότι η ατζέντα του Τραμπ για φορολογικές περικοπές, απορρύθμιση, ακόμα και δασμούς, μπορεί να τροφοδοτήσει περαιτέρω τον εξαιρετισμό των ΗΠΑ, υπερκαλύπτοντας τις ανησυχίες σχετικά με την αναταραχή που μπορεί να δημιουργήσουν και τη δυνατότητα να αυξήσουν τον πληθωρισμό.
“Δεδομένων των τάσεων υπέρ της ανάπτυξης της ατζέντας Τραμπ, νομίζουμε ότι είναι δύσκολο να πάει κανείς κόντρα στις αμερικανικές μετοχές, τουλάχιστον το 2025”, σημειώνει η Barclays.
Τα σημάδια μιας αυξανόμενης προτίμησης των επενδυτών υπέρ των ΗΠΑ ήταν εμφανή αμέσως μετά τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, οπότε τα αμερικανικά μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια είδαν πάνω από 80 δισεκατομμύρια δολάρια εισροές την εβδομάδα μετά τις κάλπες, ενώ τα αντίστοιχα funds της Ευρώπης και των αναδυόμενων αγορών παρουσίασαν εκροές, σύμφωνα με την Deutsche Bank.
Στρατηγικοί αναλυτές της Morgan Stanley, της UBS Global Wealth Management, της J.P. Morgan, της Goldman Sachs και της Wells Fargo είναι μεταξύ εκείνων που συνιστούν overweight θέσεις στις μετοχές των ΗΠΑ ή αναμένουν ότι θα έχουν καλύτερη απόδοση το επόμενο έτος.
Κερδοφορία: Η κινητήριος δύναμη
Ένας κρίσιμος μοχλός της ισχύος των ΗΠΑ είναι το πλεονέκτημα των κερδών των αμερικανικών εταιρειών: Τα κέρδη των εισηγμένων στον S&P 500 εταιρειών αναμένεται να αυξηθούν κατά 9,9% φέτος και 14,2% το 2025, σύμφωνα με την LSEG Datastream, όπως αναφέρει το Reuters. Οι εταιρείες του ευρωπαϊκού Stoxx 600, αντίθετα, αναμένεται να αυξήσουν τα κέρδη κατά 1,8% φέτος και 8,1% το 2025.
“Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να είναι η γεωγραφική περιοχή του κόσμου που δημιουργεί την υψηλότερη αύξηση κερδών και τη μεγαλύτερη κερδοφορία”, επισημαίνει και η State Street Global Advisors.
Ο κυρίαρχος ρόλος τεράστιων εταιρειών τεχνολογίας στην οικονομία των ΗΠΑ και η μεγάλη στάθμισή τους σε δείκτες όπως ο S&P 500 συμβάλλουν στην αύξηση αυτής της ανάπτυξης. Οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες των ΗΠΑ –Nvidia, Apple, Microsoft, Amazon.com και Alphabet– έχουν συνολική αξία αγοράς άνω των 14 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, σε σύγκριση με περίπου 11 τρισεκατομμύρια δολάρια για ολόκληρο τον πανευρωπαϊκό δείκτη STOXX 600, σύμφωνα με τα στοιχεία της LSEG. Γενικότερα, η οικονομία των ΗΠΑ αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 2,8% το 2024 και 2,2% το 2025, σε σύγκριση με 0,8% φέτος και 1,2% το επόμενο έτος για την Ευρωζώνη, σύμφωνα με προβλέψεις του ΔΝΤ.
Τα σχέδια του Τραμπ να αυξήσει τους δασμούς στις εισαγωγές θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις ΗΠΑ να επεκτείνουν αυτό το πλεονέκτημα, εκτιμούν οι αναλυτές. Εάν ο Τραμπ επιβάλει δασμούς 10% έως 20% σε ευρωπαϊκά προϊόντα, οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα πληγούν περισσότερο σε σχετική βάση. Η σαρωτική νίκη των Ρεπουμπλικανών, η οποία θα μπορούσε να διευκολύνει τον Τραμπ να επιβάλει την ατζέντα του, ώθησε τους οικονομολόγους της Deutsche Bank να αυξήσουν τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη των ΗΠΑ για το 2025 στο 2,5%, από 2,2%. Ενώ οι φορολογικές περικοπές και η απορρύθμιση αναμένεται να τονώσουν την ανάπτυξη, τα σχετικά στενά περιθώρια στο Κογκρέσο των ΗΠΑ και η ευαισθησία της κυβέρνησης Τραμπ στις αντιδράσεις της αγοράς θα μπορούσαν να περιορίσουν το εύρος των πιο “ακραίων” πολιτικών, όπως οι δασμοί, σημειώνει η γερμανική τράπεζα.
Οι αναλυτές της UBS Global Wealth Management, εν τω μεταξύ, αναμένουν ότι ο S&P 500 θα φτάσει τις 6.600 μονάδες το επόμενο έτος, λόγω της προόδου στην τεχνητή νοημοσύνη, των χαμηλότερων επιτοκίων, των φορολογικών περικοπών και της απορρύθμισης.
Ωστόσο ένας ολοκληρωτικός εμπορικός πόλεμος με την Κίνα και άλλους εταίρους θα μπορούσε να πλήξει την ανάπτυξη των ΗΠΑ και να τονώσει τον πληθωρισμό. Ένα σενάριο στο οποίο οι χώρες θα αντεπιτεθούν στους εκτεταμένους δασμούς των ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει τον S&P 500 χαμηλότερα, στο επίπεδο των 5.100 μονάδων – αν και οι παγκόσμιες μετοχές θα μειωθούν επίσης, σημειώνει η UBS.
Επίσης, ορισμένοι κλάδοι της αγοράς θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στις πολιτικές του Τραμπ: Οι φαρμακοβιομηχανίες υποχώρησαν όταν ο Τραμπ επέλεξε τον σκεπτικιστή για τα εμβόλια Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ για να ηγηθεί του υπουργείου Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών.
Οι ευρείες φορολογικές περικοπές θα μπορούσαν επίσης να πυροδοτήσουν ανησυχίες σχετικά με την αύξηση του χρέους των ΗΠΑ. Οι ανησυχίες για το έλλειμμα συνέβαλαν στο πρόσφατο sell-off 10ετών αμερικανικών κρατικών ομολόγων, ανεβάζοντας την απόδοση του 10ετούς ομολόγου σε υψηλό πέντε μηνών. Ταυτόχρονα, το χάσμα αποτίμησης μεταξύ των ΗΠΑ και του υπόλοιπου κόσμου θα μπορούσε να γίνει τόσο μεγάλο, ώστε οι αμερικανικές μετοχές να αρχίσουν να φαίνονται ακριβές ή οι διεθνείς μετοχές να γίνονται πολύ φθηνές για να αγνοηθούν από τους επενδυτές.
Προς το παρόν, ωστόσο, η μακροπρόθεσμη τάση είναι υπέρ των ΗΠΑ, με τον S&P 500 να κερδίζει περισσότερο από 180%, έναντι ανόδου σχεδόν 50% για τον ευρωπαϊκό STOXX την τελευταία δεκαετία. Το momentum είναι σπουδαίο πράγμα, όπως επισημαίνει και η Robeco. “Αν κάτι συνεχίζεινα έχει καλύτερη απόδοση, τότε… follow the money”, προσθέτει.
“Το πρόβλημα στην Ευρώπη παραμένει η έλλειψη ανάπτυξης”
Η Goldman Sachs είναι μεταξύ των πολλών οίκων που εκτιμούν πως η Ευρώπη θα μείνει πίσω και το 2025. Προβλέπει θετικές, αλλά χαμηλές αποδόσεις για τον πανευρωπαϊκό δείκτη STOXX Europe 600 το επόμενο έτος, όπως επισημαίνει στην έκθεσή της για τις προοπτικές του 2025. Τα προβλήματα της Ευρώπης, όπως τονίζει, είναι γνωστά –χαμηλή οικονομική ανάπτυξη, υψηλή πολιτική αβεβαιότητα και έλλειψη αποφασιστικής πολιτικής απάντησης–, αλλά, παρ’ όλα αυτά, θεωρεί ότι θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την απόδοση των αγορών της περιοχής, ενώ άλλες αγορές προσφέρουν υψηλότερη ανάπτυξη και πιο δυναμική υποστήριξη πολιτικής.
Μετά την εκλογική νίκη του Τραμπ οι ευρωπαϊκές μετοχές έχουν υποαποδώσει, λόγω των κινδύνωναπό τους δασμούς, αλλά, εάν τις κοιτάξει κανείς με άλλη οπτική γωνία και σε σύγκριση με τους κυκλικούς δείκτες, οι αποδόσεις ήταν εξαιρετικά ανθεκτικές, σημειώνει η αμερικανική τράπεζα. Επίσης, οι ευρωπαϊκές μετοχές δεν είναι πλέον φθηνές, τονίζει η Goldman. Πριν από έναν χρόνο ο STOXX Europe διαπραγματευόταν με 11x P/E, αλλά ένας συνδυασμός θετικής απόδοσης τιμών και μειωμένων εκτιμήσεων EPS σημαίνει ότι το μελλοντικό P/E είναι τώρα 13,2x, κοντά στον μακροπρόθεσμο μέσο όρο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Goldman υποβαθμίζει τις τιμές-στόχους για τον STOXX 600 στις 500, 520 και 530 μονάδες σε διάστημα 3, 6 και 12 μηνών (από 510 / 530 / 540 μονάδες), αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Goldman προβλέπει ότι ο δείκτης S&P 500 θα ανέλθει στις 6.500 μονάδες έως το τέλος του 2025, αντανακλώντας 11% άνοδο από το τρέχον επίπεδο και 12% συνολική απόδοση με
μερίσματα.
Το πρόβλημα στην Ευρώπη παραμένει η έλλειψη ανάπτυξης, τονίζει η Goldman: Αναμένει ότι τα κέρδη ανά μετοχή EPS των εισηγμένων στον πανευρωπαϊκό δείκτη θα αυξηθούν κατά 3% το 2025 και 4% ετησίως το 2026-2027. Αυτό είναι χαμηλότερο από τις προβλέψει της αγοράς, η οποία αναμένει αύξηση EPS 10% ετησίως μεταξύ 2025 και 2027. Η ανάπτυξη 3%-4% είναι χαμηλή με βάση τα ιστορικά πρότυπα (το ένα τρίτο του μέσου ρυθμού 9% από το 1990), αλλά ελαφρώς υψηλότερη από τη δεκαετία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η αύξηση των εσόδων επιβραδύνεται, καθώς η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ επιβραδύνεται και οι τιμές του πετρελαίου παραμένουν σε ένα εύρος τιμών (οι τομείς των εμπορευμάτων αποτελούν το 13% των κερδών του STOXX 600), τονίζει η Goldman. Οι αναλυτές της Goldman αναμένουν ότι τα EPS του S&P 500 και του MSCI Κίνας θα αυξηθούν περίπου 11%-12% και 7%-10%, αντίστοιχα, το 2025. Ακόμα και αν εξαιρεθεί η τεχνολογία, αναμένουν ότι τα EPS του S&P 500 θα αυξηθούν κατά 9%.
Αμερικανικός εξαιρετισμός
“Underweight” παραμένει στην αγορά της Ευρωζώνης η J.P. Morgan, δεδομένου ενός συνδυασμούεπίμονης ανάπτυξης και υποβαθμίσεων κερδών, πολλών προκλήσεων στο πολιτικό μέτωπο και απογοήτευσης από την ανάπτυξη της Κίνας.
Οι μετοχές της Ευρωζώνης έχουν μείνει σημαντικά πίσω από τις ΗΠΑ φέτος, καθώς η ανάπτυξη και τα κέρδη απογοήτευσαν, επισημαίνει η αμερικανική τράπεζα. Η Ευρωζώνη χτυπήθηκε επίσης από την επιστροφή της πολιτικής αστάθειας. “Πιστεύουμε ότι οι μετοχές της Ευρωζώνης θα συνεχίσουν να δυσκολεύονται, τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς όρους, για λίγο ακόμα”, τονίζει η JPM. Οι συναινετικές προβλέψεις για αύξηση των κερδών ανά μετοχή, EPS, στο 8% για το επόμενο έτος, με τη μέση εταιρεία της Ευρωζώνης να αναμένεται να αυξήσει τα κέρδη της έως και 10%, είναι πιθανότατα υπερβολικά αισιόδοξες, όπως εκτιμά.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναμένει ότι η κερδοφορία των εταιρειών της Ευρωζώνης θα απογοητεύσει το 2025 και θα αυξηθεί με χαμηλά μονοψήφια ποσοστά μόνο, με περαιτέρω καθοδικό κίνδυνο εάν η περιοχή υπόκειται επίσης σε δασμούς στις ΗΠΑ.
Στη θετική πλευρά, οι αποτιμήσεις και οι θέσεις των επενδυτών έχουν ήδη μειωθεί και αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποια ανάκαμψη μόλις αφομοιωθούν οι κίνδυνοι δασμών, οι κίνδυνοι κερδών και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι. Επιπλέον, ο… μπαλαντέρ είναι η πιθανότητα οι γερμανικές εκλογές στο α’ τρίμηνο να προσφέρουν κάποιες δυνατότητες για χαλάρωση του κανόνα του χρέους.
“Προς το παρόν, πάντως, παραμένουμε προσεκτικοί για τις αγορές της Ευρωζώνης”, σημειώνει η JPM. Ο στόχος για τον MSCI Ευρωζώνης το 2025 είναι οι 300 μονάδες. Κατά την JPM, οι ΗΠΑ θα παραμείνουν η παγκόσμια μηχανή ανάπτυξης, με τον επιχειρηματικό κύκλο σε επέκταση, μια υγιή αγορά εργασίας, τη διεύρυνση των κεφαλαιουχικών δαπανών που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά και την προοπτική ισχυρότερων αποδόσεων στη Wall Street και
υψηλής συναλλακτικής δραστηριότητας. Ο στόχος που θέτει για τον S&P 500 για το 2025 είναι οι 6.500 μονάδες.
Το story του αμερικανικού εξαιρετισμού θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αναταράξεις και αυξημένη αστάθεια λόγω των αλλαγών πολιτικής το 2025, αλλά οι ευκαιρίες είναι πιθανό να αντισταθμίσουν τους κινδύνους, εκτιμά η αμερικανική τράπεζα. Το όφελος από την απορρύθμιση και ένα περιβάλλον πιο φιλικό προς τις επιχειρήσεις έχουν υποτιμηθεί προς το παρόν, μαζί με τις δυνατότητες απελευθέρωσης κερδών παραγωγικότητας και ανάπτυξης κεφαλαίων.
Capital Economics: Οι μετοχές της Ευρωζώνης θα υποφέρουν
Δεδομένης της προσδοκίας της Capital Economics ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα προωθήσει σχέδια για αύξηση των δασμών σε γενικές γραμμές, αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της για τις χρηματιστηριακές αγορές εκτός των ΗΠΑ.
Σίγουρα, δεν έχει αλλάξει την πρόβλεψή της για το Χρηματιστήριο των ΗΠΑ. Το ράλι των αμερικανικών μετοχών μετά τις εκλογές είχε ως αποτέλεσμα ο S&P 500 να βρίσκεται κοντά στην πρόβλεψη της Capital Economics για το τέλος του έτους και τις 6.000 μονάδες. Από τη μία πλευρά, πιστεύει ότι οι πολιτικές του Τραμπ θα είναι αρνητικές για την ανάπτυξη και αμφιβάλλει ότι θα μπορέσει να επιτύχει έναν ακόμα γύρο φορολογικών περικοπών για τις εταιρείες. Αλλά, από την άλλη, δεν περιμένει να βυθιστεί η οικονομία των ΗΠΑ ή οι πολιτικές του Τραμπ να μειώσουν τον ενθουσιασμό για την τεχνητή νοημοσύνη. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο οίκος συνεχίζει να προσδοκά ότι η AI θα τραβήξει το Χρηματιστήριο των ΗΠΑ υψηλότερα, και έτσι διατηρεί την πρόβλεψή του ότι ο S&P 500 θα φτάσει τις 7.000 μονάδες έως το τέλος του 2025.
Σε άλλες περιοχές, ωστόσο, οι προοπτικές για τις μετοχές έχουν επιδεινωθεί, κατά την άποψη της Capital Economics. Ο κύριος λόγος είναι ότι αναμένει πως η κυβέρνηση Τραμπ θα επιβάλει καθολικούς δασμούς στα εισαγόμενα αγαθά και ότι αυτό θα επιβαρύνει τις μετοχές εκτός ΗΠΑ. Εξάλλου, οι μετοχές υποχώρησαν από τα τέλη Ιανουαρίου 2018, όταν ο Τραμπ ξεκίνησε έναν εμπορικό πόλεμο κατά την πρώτη του θητεία. Το Χρηματιστήριο των ΗΠΑ ήταν ένα από τα λίγα που ανέκαμψαν μέχρι τον Οκτώβριο του ίδιου έτους – στη συνέχεια υποχώρησε, αλλά αυτό οφειλόταν στις ανησυχίες ότι η πολιτική της Fed έγινε πολύ αυστηρή. Οι απειλές του την περασμένη εβδομάδα για δασμούς σε Καναδά, Μεξικό και Κίνα από την πρώτη ημέρα της προεδρίας του επίσης άσκησαν σημαντικές πιέσεις
στις αγορές διεθνώς.
Κατά τον οίκο, οι μετοχές της Ευρωζώνης είναι επίσης πιθανό να υποφέρουν. Οι εταιρείες στη Γερμανία θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε έναν εμπορικό πόλεμο, δεδομένων των ισχυρών εμπορικών δεσμών της χώρας με την Κίνα και του μεγάλου εμπορικού πλεονάσματος με τις ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, το Χρηματιστήριο της Γαλλίας έχει μεγάλη κλίση προς τον κλάδο ειδών πολυτελείας, ο οποίος έχει πληγεί έντονα λόγω την ανησυχιών για την ανάπτυξη στην Κίνα.
Επιπλέον, αν και οι εισηγμένες πολυεθνικές αναμφισβήτητα δεν είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες στην εσωτερική πολιτική, η πολιτική αβεβαιότητα στη Γαλλία μπορεί να συνεχίσει να επιβαρύνει τις αποτιμήσεις των μετοχών και εκεί. “Με τη Γαλλία και τη Γερμανία να αντιπροσωπεύουν περίπου το 60% του δείκτη MSCI της Ευρωζώνης, αναμένουμε κακές επιδόσεις από την περιοχή συνολικά.
Ωστόσο εξακολουθούμε να βλέπουμε κάποια φωτεινά σημεία, όπως τις χρηματοοικονομικές μετοχές στην Ιταλία ή την Ισπανία”, τονίζει η Capital Economics.