«Το υπέρογκο δημόσιο χρέος το οποίο υπονόμευσε την εθνική μας κυριαρχία και την κοινωνική συνοχή, πλέον, αποκλιμακώνεται ραγδαία. Αυτή είναι μια κατάκτηση μιας ολόκληρης γενιάς» δήλωσε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, ο οποίος επισκέφθηκε τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) σήμερα, Τετάρτη, το πρωί, συνοδευόμενος από τον υφυπουργό, Θάνο Πετραλιά και τη Γενική Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής, Παυλίνα Καρασιώτου.
Ο υπουργός συναντήθηκε με τον Γενικό Διευθυντή του ΟΔΔΗΧ, Δημήτρη Τσάκωνα και στελέχη του Οργανισμού και συζήτησαν μεταξύ άλλων για την πορεία του δημοσίου χρέους.
Σε δήλωσή του, ο κ. Πιερρακάκης επεσήμανε ότι «με την πλήρη αποπληρωμή των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, με την πρόωρη αποπληρωμή του πρώτου ακριβού μνημονίου, με τέτοιου τύπου ενέργειες, πλέον απονευρώνουμε, απομειώνουμε έναν κίνδυνο ο οποίος υπήρχε. Και ποιος ήταν αυτός; Από το 2032 και μετά να πιεστεί η χώρα ως προς την αποπληρωμή του χρέους λόγω αυξημένου κόστους εξυπηρέτησης. Ο κίνδυνος αυτός δεν υπάρχει πια. Και εμείς, ως κυβέρνηση, είμαστε σε θέση να ισχυριστούμε ότι δεν θα κάνουμε αυτό το οποίο συνέβη κατά το παρελθόν. Ποιο; Να περάσουμε το κόστος, να περάσουμε τον λογαριασμό στους επόμενους, στην επόμενη γενιά».
Ο κ. Πιερρακάκης επεσήμανε ότι «η χώρα, αυτή τη στιγμή, όπως ανέφερα αποκλιμακώνει το χρέος της και το 2029 δεν θα είναι η πιο χρεωμένη χώρα στην Ευρώπη. Και αυτή είναι μια κατάκτηση συνολικά του ελληνικού λαού μετά από πολλά χρόνια δυσκολιών. Και είναι μια κατάκτηση πάνω στην οποία πρέπει και μπορούμε να χτίσουμε».
«Το να μειώνει κανείς το χρέος του σημαίνει περισσότερη ελευθερία για τον τόπο, σημαίνει περισσότερες οικονομικές ευκαιρίες για τη χώρα. Σημαίνει να έχεις λιγότερα βάρη για το μέλλον και να μπορείς να αναπτύσσεσαι καλύτερα. Σημαίνει να έχεις μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα μάτια των αγορών. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική κατάκτηση και αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στον ΟΔΔΗΧ, στα στελέχη του, στο Γενικό του Διευθυντή, τον κύριο Τσάκωνα» επεσήμανε.
Με φόντο την επίσκεψη του κ. Πιερρακάκη στον ΟΔΔΗΧ, κύκλοι του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ανέφεραν ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο και με καλύτερες προοπτικές από άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Οι ίδιες πηγές σημείωσαν ότι σημαντικό μέρος του χρέους, ύψους περίπου 31,6 δισ. ευρώ, θα αποπληρωθεί πρόωρα έως το 2031, δηλαδή μια δεκαετία νωρίτερα της κανονικής του λήξης, όπως προανήγγειλε πρόσφατα και ο κ. Πιερρακάκης. Το δημόσιο χρέος της χώρας έχει καλύτερους όρους εξυπηρέτησης σε σχέση με το γερμανικό αλλά και άλλων κρατών -μελών, καθώς εξυπηρετείται με κόστος 1,73%, ανέφεραν οι ίδιες πηγές.
Κατά τις ίδιες πηγές, οι πρόωρες αποπληρωμές για τα δάνεια του πρώτου Μνημονίου θα συνεχιστούν και τα επόμενα έτη, ώστε το εν λόγω δάνειο να αποπληρωθεί πλήρως έως το 2031, αντί του αρχικού πλάνου για το 2041. Άλλωστε, όπως ανέφεραν οι ίδιες πηγές, τον Δεκέμβριο του 2025 το ελληνικό κράτος θα προβεί σε περαιτέρω πρόωρη αποπληρωμή του μνημονιακού δανείου, ύψους τουλάχιστον 5,29 δισ. ευρώ, με το ποσό αυτό να αφορά τις λήξεις από το 2033 έως και το 2041.
Με αυτή την κίνηση, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, το ελληνικό Δημόσιο περνάει ένα μήνυμα περαιτέρω διασφάλισης στους θεσμούς, στους οίκους αξιολόγησης αλλά κυρίως στη διεθνή επενδυτική κοινότητα ότι κινείται με προνοητικότητα και διορατικότητα, έγκαιρα και σε ασφαλή χρόνο, προκειμένου να μειώσει ακόμη περαιτέρω τις ήδη μειωμένες ετήσιες μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες του και μετά το 2032.
Επίσης, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Eurogroup (Μάιος 2018), για όλο το διάστημα μεταξύ 2018 και 2032, αν η Ελλάδα επιτυγχάνει τους δημοσιονομικούς της στόχους και προβαίνει στις διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς, αλλά στο διάστημα αυτό προκύψει μία παγκόσμια οικονομική κρίση ή κατάσταση ανωτέρας βίας, εξαιτίας της οποίας το ελληνικό δημόσιο χρέος θα μπορούσε να καταστεί μη βιώσιμο (για λόγους δηλαδή που δεν ευθύνεται η χώρα), τότε οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι χώρες της ευρωζώνης θα επανεξετάσουν τη λήψη επιπρόσθετων μέτρων για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ανέφεραν οι ίδιες πηγές.
Κατά τους ίδιους κύκλους του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, η χώρα μας έχει διασφαλίσει μία οιονεί παροχή εγγύησης προς αυτήν, αναφορικά με τη βιωσιμότητα του χρέους της για την μετά το 2032 εποχή. Παρά τη διασφάλιση αυτή, αν και έως σήμερα έχουν συμβεί παγκόσμια γεγονότα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το ελληνικό χρέος σε μη βιώσιμη τροχιά (πανδημία, ενεργειακή κρίση, γεωπολιτικά, δασμοί κλπ.) το ελληνικό κράτος και η κυβέρνηση έχουν αντιμετωπίσει τις κρίσεις αυτές επιτυχώς χωρίς να φαίνεται απαραίτητη σήμερα η παροχή επιπλέον μέτρων το έτος 2032, ανέφεραν οι ίδιοι κύκλοι.
Το προφίλ του χρέους
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, όλη η σκληρή προσπάθεια των 15 τελευταίων ετών κατέτεινε στο να διαμορφωθεί ένα χαρτοφυλάκιο δημοσίου χρέους γενικής κυβέρνησης το οποίο, με στοιχεία τέλους 2024, έχει τα ακόλουθα βασικά χαρακτηριστικά:
- Ύψος χρέους: 364,8 δισ. ευρώ
- Μέση σταθμική διάρκεια χρέους: 18,8 έτη
- Μέση σταθμική διάρκεια ανατιμολόγησης: 18,2 έτη
- Ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης: 1,73%
Από τους προαναφερόμενους δείκτες, όπως εξηγούν οι κύκλοι του ΥΠΟΙΚ, προκύπτει ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος, με όρους χαρτοφυλακίου αναφοράς (benchmark portfolio), επί της ουσίας προσομοιάζει με ένα ομόλογο, το οποίο θα πρέπει να αποπληρωθεί εφάπαξ μετά από περίπου 19 έτη, που δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο αγοράς (επιτοκιακό, συναλλαγματικό, κλπ.), με σταθερό και προβλέψιμο κόστος εξυπηρέτησης για όλη τη διάρκεια μέχρι τη λήξη του, της τάξεως του 1,73%.
Οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι αν σήμερα, η πλέον αξιόχρεη χώρα της Ευρωζώνης Γερμανία επιθυμούσε να προβεί σε δανεισμό διάρκειας 19 ετών (όσο δηλαδή η μέση σταθμική διάρκεια του ελληνικού χρέους) το κόστος δανεισμού της θα ανερχόταν σε 2,93%, δηλαδή 1,20% υψηλότερο από το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Την ίδια στιγμή θα έπρεπε να ανα-χρηματοδοτήσει το σύνολο του χρέους της σε λιγότερο από το μισό χρόνο από αυτόν της Ελλάδος, αφού η μέση σταθμική φυσική διάρκεια του γερμανικού δημόσιου χρέους είναι περίπου 8 έτη (έναντι περίπου 19 έτη του ελληνικού) με μεγάλο κίνδυνο για μελλοντικό αυξημένο κόστος νέου δανεισμού – άρα εξυπηρέτησης- σε ένα εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων. Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετωπίζει και το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών αφού συνολικά έχουν μέση σταθμική φυσική διάρκεια χρέους 8,5 έτη περίπου, επεσήμαναν οι ίδιες πηγές.
Υπογράμμισαν, δε, ότι είναι επίσης σημαντικό το γεγονός ότι τα συνολικά ταμειακά διαθέσιμα της χώρας ανέρχονται με όρους γενικής κυβέρνησης στο ποσό πλέον των 44 δισ. ευρώ. Οι ίδιοι κύκλοι τόνισαν πως η αξιοποίηση των διαθεσίμων αυτών ήταν και θα παραμείνει βέλτιστη αφού, εκτός άλλων, θα συνεχιστεί η πολιτική των πρόωρων αποπληρωμών των διμερών δανείων του πρώτου μνημονίου που σύναψε η χώρα μας με τις χώρες της Ευρωζώνης (GLFA). Ήδη μέχρι στιγμής το Ελληνικό Δημόσιο προεξόφλησε και αποπλήρωσε πλήρως τα δάνεια του ΔΝΤ, ενώ από τα διμερή δάνεια GLFA, αρχικού ύψους 52,9 δισ. ευρώ, έχει ήδη αποπληρώσει ποσό 21,3 δισ. ευρώ. Το υπολειπόμενο ποσό των εν λόγω δανείων ανέρχεται σε 31,6 δισ. ευρώ και αποπληρώνεται σε σχεδόν ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις από το 2029 έως το 2041, σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα αποπληρωμής.
Το χρέος, οι αξιολογήσεις και τα spreads
Οι ίδιοι κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών ανέφεραν ότι οι όποιες ανησυχίες για το τι μέλλει γενέσθαι μετά το έτος 2032 εδράζουν στην πρόσφατη, εξαιρετικά οδυνηρή εμπειρία της προ 15-ετίας κρίσης χρέους που βίωσε η Ελλάδα και στα επακόλουθα αυτής, με τα τρία προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, την απώλεια κατά τουλάχιστον 25% του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας και του κατά κεφαλήν εισοδήματος, που προέκυψε λόγω της αναπόφευκτης εσωτερικής υποτίμησης για την ανάκτηση της δημοσιονομικής της σταθερότητας, καθώς και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, κλπ.
Υπενθύμισαν, δε, τα μέτρα που έχουν ληφθεί από τη χώρα σε συνεργασία με τους εταίρους της και τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς θεσμούς:
- η εφαρμογή του PSI (Private Sector Involvement) τον Μάρτιο του 2012 και η εθελοντική ανταλλαγή των ομολόγων που ακολούθησε, μείωσε την ονομαστική αξία του δημόσιου χρέους της χώρας κατά περίπου 45% του ΑΕΠ.
- η επαναγορά χρέους (debt buy back) που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 2012, μείωσε περαιτέρω την ονομαστική αξία του δημόσιου χρέους κατά περίπου 10% του ΑΕΠ.
- η εφαρμογή των βραχυχρόνιων μέτρων για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους που έλαβαν χώρα το 2017, μείωσαν το δημόσιο χρέος κατά περίπου 25% του ΑΕΠ με όρους παρούσας αξίας και τέλος,
- η εφαρμογή των μεσο – μακροχρόνιων μέτρων για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους που έλαβαν χώρα το 2018, μείωσαν επιπλέον το δημόσιο χρέος κατά περίπου 25% του ΑΕΠ με όρους παρούσας αξίας.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, όλα τα μέτρα, πέραν της μείωσης του δημόσιου χρέους, είχαν σαν κύριο στόχο τους την επέκταση της μέσης σταθμικής φυσικής διάρκειας του χαρτοφυλακίου χρέους καθώς και τη σταθεροποίηση του κόστους εξυπηρέτησής του, σε επίπεδα ιστορικών χαμηλών επιτοκίων.
«Σήμερα, το ελληνικό δημόσιο χρέος, παρά το υψηλό ποσοστό του ως προς το ΑΕΠ, είναι και βιώσιμο και με πολύ καλύτερες προοπτικές από πολλές άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Η βιωσιμότητα και οι θετικές προοπτικές του ελληνικού δημόσιου χρέους αποτυπώνονται πλήρως από τη συνεχή πτώση των περιθωρίων (spreads) των ελληνικών κρατικών χρεογράφων έναντι όλων των άλλων χωρών της Ευρωζώνης, που σε μερικές περιπτώσεις είναι σημαντικά χαμηλότερα από χώρες με μικρότερο χρέος και με υψηλότερο βαθμό πιστοληπτικής ικανότητας. Επίσης αποτυπώνονται στις συνεχείς αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας, ειδικότερα κατά τα τελευταία δύο έτη που έχει επιτευχθεί η επενδυτική βαθμίδα αλλά και ακόμα υψηλότερη» συμπλήρωσαν οι κύκλοι του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Διαβάστε ακόμη:
- Δημόσιο χρέος: Η στρατηγική για την περαιτέρω μείωσή του σε πρώτο πλάνο