
“Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα” έγραφε ο Πρώσος στρατηγός Καρλ φον Κλαούζεβιτς τον 19ο αιώνα, σε εποχές που αυτό ήταν όχι μόνο εμπειρική αλήθεια, αλλά και νομικό θέσφατο. Το αξιοποιούσε κατά κόρον η Πρωσία, ανερχόμενη δύναμη της εποχής στην Ευρώπη, για την οποία ο κόμης Μιραμπό, ένας από τους πρωτεργάτες της Γαλλικής Επανάστασης, ισχυριζόταν ότι “δεν είναι ένα κράτος που έχει στρατό, αλλά ένας στρατός που έχει κράτος”. Κατά κανόνα λοιπόν οι διακρατικές διαφορές επιλύονταν στο πεδίο της μάχης.
Στην καλύτερη περίπτωση για τον νικητή, ο αντίπαλος έβγαινε δύο φορές χαμένος, καθώς μετά την ήττα αναγκαζόταν να καταβάλει και αποζημιώσεις, αν ήταν ο επιτιθέμενος. Η απαγόρευση της χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις εδραιώθηκε μόλις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στον Χάρτη του ΟΗΕ (με μοναδική εξαίρεση το δικαίωμα αυτοάμυνας ή την παρέμβαση του Συμβουλίου Ασφαλείας με βάση το κεφάλαιο VII). Κορυφαίες κατακτήσεις του νομικού πολιτισμού είχαν θεωρηθεί προηγουμένως οι Συμβάσεις της Χάγης (1899-1909) που προέβλεπαν ότι εν καιρώ πολέμου οι αιχμάλωτοι δεν εκτελούνται, οι άμαχοι δεν εξευτελίζονται, οι περιουσίες δεν λαφυραγωγούνται.
“Πατέρας” του σύγχρονου Διεθνούς Δικαίου θεωρείται ωστόσο, για να ανατρέξουμε λίγο πιο πίσω, ο Ολλανδός Ούγκο Γκρότιους, ο οποίος στις αρχές του 17ου αιώνα δίδαξε στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν και δημοσίευσε το “De jure belli ac pacis” (“Περί Δικαίου του Πολέμου και της Ειρήνης”). Ήταν ο πρώτος που επεξεργάστηκε μία τόσο συστηματική κωδικοποίηση κανόνων που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις, ενώ παράλληλα συνέβαλε στην “αποθεολογικοποίηση” του Δικαίου μετά τον σκοταδισμό του Μεσαίωνα. Δεν αποκλείει τον πόλεμο ο Γκρότιους, διδάσκει όμως ότι ο πόλεμος πρέπει να είναι “δικαιολογημένος” και αυτό μπορεί να συμβαίνει μόνο για τρεις λόγους: για αυτοάμυνα, για ανάκτηση εδαφών ή για “τιμωρία”.
Ισχύς του δικαίου ή δίκαιο του ισχυρού;
Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Για να θυμίσουμε ότι η ειρήνη, η ανεξιθρησκεία, ο σεβασμός του δικαίου και η πολυμερής διπλωματία κατακτήθηκαν με αίμα και θυσίες. Χρειάστηκαν αιώνες, εκατόμβες νεκρών και αμέτρητες “χαμένες γενιές” μέχρι να συμφωνήσουν νικητές και ηττημένοι στις στάχτες του πολέμου ότι προέχει η ισχύς του δικαίου. Και όχι το δίκαιο του ισχυρού.
Η Ελλάδα, χώρα “πολύ μικρή για να διαπράττει μεγάλες ατιμίες” κατά τη βενιζελική ρήση, ούτως ή άλλως μόνο το διεθνές δίκαιο μπορεί να επικαλείται. Αλλά ακόμα και οι “πλούσιοι και ισχυροί” μόνο κέρδη αποκόμισαν από την ειρηνική συνύπαρξη στη βάση σταθερών κανόνων δικαίου. Δεν είναι βέβαια αλάνθαστο το σύστημα συλλογικής ασφάλειας που επινοήσαμε μεταπολεμικά, πολλές φορές δεν είναι αποτελεσματικό ή δεν γίνεται καν σεβαστό, αλλά σίγουρα είναι πολύ καλύτερο από την καθημερινή “ζούγκλα” των χαρακωμάτων. Όπως εύστοχα σημείωνε ο Αμερικανός διεθνολόγος Λούις Χένκιν “almost all nations observe almost all principles of international law almost all the time”.
Προϋπόθεση ευημερίας η ειρήνη
Η επίγνωση του δικαίου, η διατήρηση της ιστορικής μνήμης και ο φόβος του πολέμου μας οδήγησαν στη μεγαλύτερη περίοδο ευημερίας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα – μία περίοδος που διαρκεί μέχρι σήμερα. Μόνο στην Ελλάδα το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά 500% από το 1960 μέχρι το 2010. Αντίστοιχα ή και ακόμα πιο εντυπωσιακά είναι τα οικονομικά στοιχεία για άλλες χώρες. Απορίας άξιο είναι λοιπόν γιατί τόσοι πολλοί μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα σπεύδουν να αποκηρύξουν ή να περιφρονήσουν την ισχύ του δικαίου. Άλλος επιβουλεύεται τη μισή Ουκρανία, άλλος ορέγεται τη Γροιλανδία, άλλος ονειρεύεται μία “Μεγάλη Ουγγαρία”. Βαρέθηκαν την ευημερία τους; Φαντασιώνονται ανδραγαθήματα σε νοερές μάχες; Αναζητούν περιεχόμενο ζωής στο σκότος του θανάτου; Ρωτήστε όσους έζησαν ένοπλες συγκρούσεις σε ευρωπαϊκό έδαφος τις τελευταίες δεκαετίες. Τον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας ή τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Οι περισσότεροι λένε τα ίδια: “Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα καταλήξουμε σε πόλεμο”. Η ιστορία μας προειδοποιεί. Αλλά από μόνη της δεν αρκεί για να αποφύγουμε τα χειρότερα…
Πηγή: Deutsche Welle