Όταν τρεις συμφοιτητές και φίλοι δεν μπορούσαν να βρουν υγιεινά και προσιτά γεύματα για να αγοράσουν στην πόλη τους, την Ουάσινγκτον, αποφάσισαν να λύσουν το πρόβλημα ανοίγοντας το δικό τους εστιατόριο. 13 χρόνια μετά, η εταιρεία τους, Sweetgreen, εκτιμάται ότι αξίζει περισσότερα από ένα δισεκατομμύριο δολάρια.
Κάνοντας μια ανασκόπηση στο παρελθόν, ως φοιτητές στο πανεπιστήμιο της Τζορτζτάουν της Ουάσινγκτον, ο Νίκολας Τζαμέτ λέει πως οι φίλοι του Τζόναθαν Νίμαν και ο συνιδρυτής Ναθάνιελ Ρου, δεν είχαν «πουθενά να φάνε».
«Το πιο νόστιμο, προσβάσιμο και δημοφιλές φαγητό ήταν γενικά το λιγότερο υγιεινό» λέει ο Νίκολας. «Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί δεν είχαμε άλλες επιλογές».
Παρά το γεγονός πως κανείς τους δεν είχε εμπειρία από την οργάνωση και διοίκηση ενός εστιατορίου και προτού ακόμη αποφοιτήσουν, οι τότε 22χρονοι ξεκίνησαν το επιχειρηματικό τους σχέδιο στον κοιτώνα τους.
Η ιδέα τους ήταν να δημιουργήσουν ένα fast-food εστιατόριο που θα πωλούσε μόνο σαλάτες, τόσο κρύες όσο και ζεστές με ψητά λαχανικά. Και αντί να αγοράζουν τα προϊόντα τους από τα σούπερ μάρκετ ή τους χονδρέμπορους, αυτά θα προέρχονταν απευθείας από τους τοπικούς αγρότες προκειμένου να διασφαλίσουν ότι όλα θα ήταν όσο το δυνατόν πιο φρέσκα.
Μέχρι το καλοκαίρι του 2007, μετά την αποφοίτησή τους, οι τρεις φίλοι είχαν συγκεντρώσει 300.000 δολάρια από φίλους και τις οικογένειές τους. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου άνοιξαν το πρώτο εστιατόριο Sweetgreen σε μια εγκαταλελειμμένη παμπ στην περιοχή Τζορτζτάουν της πρωτεύουσας των ΗΠΑ.
«Εμείς απλά ανοίξαμε τις πόρτες» λέει ο Νίκολας. «Είχαμε προσλάβει μερικούς φοιτητές, αλλά δεν τους είχαμε εκπαιδεύσει καθόλου. Η πρώτη ημέρα κύλισε πολύ αργά, αλλά ήταν πολύ γεμάτη για εμάς καθώς τεστάραμε το σύστημά μας και κινούμασταν πολύ αργά. Κάθε μέρα όμως που περνούσε, είχαμε όλο και περισσότερο κόσμο».
Ο Τζόναθαν, που είναι ο διευθύνων σύμβουλος, λέει ότι αρχικά δεν ήταν στα σχέδιά τους να ανοίξουν πάνω από ένα εστιατόρια. «Δεν πιστεύαμε ότι κάποτε μπορεί αυτό να γινόταν η καριέρα μας» λέει. «Απλά το είδαμε ως έναν τρόπο για να λύσουμε ένα πρόβλημα, επειδή υπήρχε μια τέτοια ανάγκη για υγιεινό φαγητό. Σκεφτήκαμε ότι θα ανοίγαμε ένα εστιατόριο και στη συνέχεια θα κάναμε κάτι άλλο».
Όμως, όσο πιο δημοφιλές γινόταν το πρώτο τους κατάστημα, με πελάτες να κάνουν ουρές καθημερινά έξω από τον δρόμο, οι τρεις φίλοι συνειδητοποίησαν πως είχαν δημιουργήσει μια επιχείρηση που ήταν κλιμακωτή.
Έτσι αποφάσισαν να επικεντρώσουν την προσοχή τους στο Sweetgreen και να ανοίξουν περισσότερα μαγαζιά. Αυτό απαιτούσε επένδυση, και αρχικά, δεν ήταν πολύ εύκολο.
«Για πολλά χρόνια, ήταν πολύ δύσκολο να πείσεις τους ανθρώπους να επενδύσουν στο Sweetgreen» λέει ο Τζόναθαν. «Δεν είχαμε κανένα ιστορικό, ήμασταν απλά κολλεγιόπαιδα. Δεν είχαμε κανένα βιογραφικό σημείωμα για να μας στηρίξουν και όταν οι άνθρωποι σκέφτονται εστιατόρια, πιστεύουν πως τα περισσότερα αποτυγχάνουν κατά το πρώτο έτος».
Ωστόσο, το υγιεινό γρήγορο φαγητό του Sweetgreen, αποπλάνησε τελικά επιχειρηματίες υψηλού προφίλ, όπως το αφεντικό της Whole Foods, Γουόλτερ Ρομπ, τον δισεκατομμυριούχο επενδυτή Στιβ Κέις και τον Γάλλο σεφ Ντανιέλ Μπουλούντ.
Μετά την αρχική προσθήκη άλλων καταστημάτων στην Ουάσινγκτον, η Sweetgreen έχει πλέον 90 υποκαταστήματα σε όλες τις ΗΠΑ και 20 επιπλέον έχουν προγραμματιστεί να ανοίξουν φέτος. Με τα κεντρικά γραφεία να μετακομίζουν από την Ουάσινγκτον στο Λός Άντζελες το 2016, η επένδυση στην επιχείρηση πλέον ανέρχεται στα 365 εκατομμύρια δολάρια και απασχολεί πάνω από 3.500 εργαζομένους.
Κι ενώ η εταιρεία δεν αποκαλύπτει τον ετήσιο κύκλο εργασιών της, ο Ααρών Άλεν, Αμερικανός σύμβουλος εστιατορίων, λέει ότι εκτιμάται στα 120 εκατομμύρια δολάρια. Όπως λέει η Sweetgreen είναι στο «επίκεντρο» αυτού που θέλουν σήμερα οι πελάτες.
«Υπάρχει μια τάση και μια επέκταση προς υγιεινότερα φαγητά, η οποία αντανακλά πολύ καλά τα δημογραφικά στοιχεία της χιλιετίας» προσθέτει ο Άλεν.
Ο Νίκολας λέει ότι καθώς η εταιρεία συνεχίζει να επεκτείνεται, δεσμεύεται να αγοράζει προϊόντα μόνο από Αμερικανούς αγρότες, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν κάποιοι μήνες και χρόνια που ορισμένα φρούτα και λαχανικά δεν είναι διαθέσιμα. «Είμαστε το έλεος της Μητέρας Φύσης» λέει. «Μια από τις πιο δημοφιλείς σαλάτες μας είναι αυτή με τα ροδάκινα».
Και συνεχίζει: «Αλλά μια χρονιά η καλλιέργεια ροδάκινων των ΗΠΑ δεν αυξήθηκε λόγω κακοκαιρίας. Σε αυτό το σημείο μπορούσαμε να αγοράσουμε ροδάκινα από την Νότια Αμερική αλλά αποφασίσαμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να σκεφτούμε ότι αγοράζουμε τα ροδάκινά μας επειδή είναι εποχιακά, και επειδή προέρχονται από μια συγκεκριμένη περιοχή των ΗΠΑ και από έναν συγκεκριμένο αγρότη. Έτσι, λοιπόν, τον ρωτήσαμε: ‘Τι άλλο έχεις για εμάς;’ Και μας είπε ότι είχε βατόμουρα και σμέουρα. Έτσι κι εμείς αποφασίσαμε να κάνουμε μια σαλάτα με βατόμουρα αντί για ροδάκινα όταν ήταν εκτός εποχής».
<!–
–>