- -
Το “αποτύπωμά” τους στο εξωτερικό διευρύνουν αργά, αλλά σταθερά, οι εγχώριες τράπεζες, με τις διεθνείς δραστηριότητες να εξελίσσονται σε σημαντικό “μοχλό” για τη βελτίωση της κερδοφορίας τους, αφού συμβάλλουν στη διαφοροποίηση των εσόδων τους. Οι προοπτικές, ωστόσο, κάθε άλλο παρά ανέφελες είναι ως απόρροια, τόσο του έκρυθμου γεωπολιτικού περιβάλλοντος, όσο και της επιβράδυνσης της οικονομίας σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), το πρώτο εξάμηνο του 2024 η παρουσία των ελληνικών τραπεζικών Ομίλων στο εξωτερικό παρέμεινε αμετάβλητη. Τον περασμένο Αύγουστο, ωστόσο, η Eurobank ενίσχυσε περαιτέρω την συμμετοχή της στην Ελληνική Τράπεζα στην Κύπρο, με το συνολικό ποσοστό της να φθάνει το 56% μετά την ολοκλήρωση της δημόσιας πρότασης εξαγοράς που είχε ξεκινήσει στις αρχές του καλοκαιριού. Στα αποτελέσματα του γ’ τριμήνου του 2024 δε, που θα ανακοινώσει η Eurobank στις 7 Νοεμβρίου αναμένεται να δοθεί μία πρώτη εικόνα της συνεισφοράς της κυπριακής τράπεζας στα μεγέθη του Ομίλου, με τους αναλυτές να δίνουν έμφαση στο conference call που θα ακολουθήσει. “Το ενεργητικό των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό ανήλθε τον Ιούνιο του 2024 σε 37,7 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 8,2% σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2023, ενώ το μερίδιο των διεθνών δραστηριοτήτων στο συνολικό ενεργητικό σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε στο 11,8% τον Ιούνιο του 2024 από 11,0% το Δεκέμβριο του 2023”, επισημαίνει η ΤτΕ.
Ως προς τη γεωγραφική κατανομή, η Νοτιοανατολική Ευρώπη (Βουλγαρία, Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, Κύπρος και Ρουμανία) αντιπροσωπεύει το 83,1% του συνολικού ενεργητικού των διεθνών δραστηριοτήτων, με κυριότερη παρουσία στην Κύπρο και τη Βουλγαρία. Τα χρηματοοικονομικά κέντρα, δηλαδή, το Λουξεμβούργο, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία, αντιπροσωπεύουν ποσοστό 16,8%, με τη μεγαλύτερη παρουσία να εμφανίζεται στο Λουξεμβούργο. Το μερίδιο της ΝΑ Ευρώπης στις καταθέσεις εξωτερικού είναι ακόμη μεγαλύτερο (88,8%), όπου συγκεντρώνεται και ο μεγαλύτερος αριθμός υπηρεσιακών μονάδων και προσωπικού.
Όσον αφορά στην κερδοφορία από τις τραπεζικές θυγατρικές και υποκαταστήματα στο εξωτερικό, αυτή, σύμφωνα με την ΤτΕ, αυξήθηκε σημαντικά, σε 387 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2024 από 320 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2023, αντιπροσωπεύοντας το 12,7% των κερδών προ φόρων των τραπεζικών Ομίλων σε ενοποιημένη βάση. Μεγάλη συμβολή είχαν οι θυγατρικές στην Κύπρο και τη Βουλγαρία.
Τα δάνεια σε καθυστέρηση διαμορφώθηκαν τον περασμένο Ιούνιο σε 400 εκατ. ευρώ από 440 εκατ. ευρώ στα τέλη του 2023 (μειωμένα κατά 8,9%), αντιπροσωπεύοντας το 2,1% του δανειακού χαρτοφυλακίου. Αναλυτικότερα, το ποσοστό δανείων σε καθυστέρηση στο σύνολο των δανείων ανέρχεται σε 1,7% για τα επιχειρηματικά, 3,6% για τα καταναλωτικά και 2,0% για τα στεγαστικά δάνεια. Τα δάνεια σε καθυστέρηση μειώθηκαν κατά 35,9% για τα στεγαστικά δάνεια και κατά 0,3% για τα καταναλωτικά δάνεια, ενώ κατά 7,8% αυξήθηκαν για τα επιχειρηματικά δάνεια. Το ποσοστό κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από συσσωρευμένες προβλέψεις αυξήθηκε περαιτέρω σε 108% (Δεκέμβριος 2023: 98%).
Αναφορικά με τη ρευστότητα, ο δείκτης δάνεια προς καταθέσεις παρέμεινε σταθερός στο 70,3%. Πιο αναλυτικά, τόσο οι καταθέσεις, όσο και οι χορηγήσεις, αυξήθηκαν κατά 5,2% σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2023.
“Οι προοπτικές για τις διεθνείς δραστηριότητες στην παρούσα συγκυρία επηρεάζονται από τους αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους και την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες”, προειδοποιεί η ΤτΕ. Πράγματι, η Μέση Ανατολή εξακολουθεί να θυμίζει “καζάνι που βράζει”, με το Ισραήλ να εξαπολύει μόλις χθες, Σάββατο, επίθεση στο Ιράν και την Τεχεράνη να απειλεί με αντίποινα, ενώ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην πρόσφατη έκθεσή του προβλέπει σταθερή ανάπτυξη 3,2% εφέτος, αλλά και το 2025, για την παγκόσμια οικονομία, χτυπώντας, ωστόσο, “καμπανάκι” για την οικονομική δραστηριότητα, ειδικά σε μεγάλες χώρες της ευρωζώνης.
Οι διεθνείς δραστηριότητες των ελληνικών τραπεζικών Ομίλων, πάντως, όπως διαπιστώνει η κεντρική τράπεζα συμβάλλουν αφενός, στη μείωση του κινδύνου συγκέντρωσης και αφετέρου, στη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων τους, με το τελευταίο να αποτελεί ζητούμενο, καθώς προχωρά η αποκλιμάκωση των επιτοκίων.