Του Κώστα Ράπτη
Ο Ντόναλντ Τραμπ πανηγυρίζει άλλη μία “επιτυχία”: τη συμφωνία που προέκυψε στο Λονδίνο μεταξύ των Αμερικανών και Κινέζων διαπραγματευτών, υπό τύπον ανακωχής στον δασμολογικό πόλεμο που είχε κηρύξει ο ίδιος ο ένοικος του Λευκού Οίκου στις 2 Απριλίου.
Ωστόσο, όπως και αν περιτυλίξει επικοινωνιακά τις εξελίξεις ο Τραμπ, γεγονός παραμένει ότι η αναταραχή των τελευταίων δυόμισι μηνών δεν οδήγησε παρά σε ενός είδους “επιστροφή στην αφετηρία” και αυτό διότι η αμερικανική πλευρά αποδείχθηκε απολύτως εκβιάσιμη: Η επιθετική χρήση του “χαρτιού” των σπάνιων γαιών από το Πεκίνο αιφνιδίασε την Ουάσινγκτον, υπαγορεύοντας χαμήλωμα των τόνων.
Και δεν είναι μόνο στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων που η χώρα του Σι Τζινπίνγκ επιδεικνύει αντίστοιχη αποφασιστικότητα: αλλεπάλληλες εξελίξεις των τελευταίων ημερών, παραδειγματικά αγνοημένες από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, στέλνουν το μήνυμα συνολικής σκλήρυνσης της στάσης του ασιατικού κολοσσού.
Ανακωχή στο Λονδίνο
Οι διήμερες νέες σινο-αμερικανικές συνομιλίες που έλαβαν χώρα στο Λονδίνο στις αρχές της εβδομάδας, στον απόηχο της τηλεφωνικής συνομιλίας του Τραμπ με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ στις 5 Ιουνίου, κατέληξαν πράγματι σε ένα πλαίσιο “ενίσχυσης της συνεργασίας” και “περιορισμού των παρανοήσεων” μεταξύ των δύο πλευρών.
Σύμφωνα με τη σχετική ανάρτηση του Αμερικανού προέδρου την Τετάρτη, “η συμφωνία μας με την Κίνα είναι έτοιμη, με την επιφύλαξη της τελικής έγκρισης από τον πρόεδρο Σι και από εμένα. Οι μαγνήτες και όλες οι αναγκαίες σπάνιες γαίες θα δοθούν προκαταβολικά από την Κίνα. Ομοίως, θα παρέχουμε στην Κίνα ό,τι συμφωνήθηκε, συμπεριλαμβανομένων των Κινέζων φοιτητών που χρησιμοποιούν τα κολέγια και τα πανεπιστήμιά μας (κάτι που πάντα μου άρεσε!). Εμείς θα λάβουμε συνολικά δασμούς 55%, η Κίνα θα λάβει 10%. Η σχέση μας είναι εξαιρετική”.
Επανερχόμενος, ο Τραμπ υποστήριξε ότι οι δύο πλευρές θα συνεργαστούν στενά για να ανοίξουν την Κίνα στο αμερικανικό εμπόριο, όπερ θα αποτελούσε μεγάλη νίκη για αμφότερες.
Ωστόσο, οι πρώτες λεπτομέρειες δείχνουν ότι η αμερικανική πλευρά βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Ενώ οι ΗΠΑ υπόσχονται πρόσθετες παραχωρήσεις, όπως αυξημένες εξαγωγές ευαίσθητων τεχνολογικών προϊόντων και επανεκκίνηση της χορήγησης φοιτητικών θεωρήσεων προς Κινέζους φοιτητές, το Πεκίνο απλώς επαναβεβαιώνει μια παλαιότερη (και πάντοτε αντιστρέψιμη) δέσμευση: την άρση του αποκλεισμού στις εξαγωγές κρίσιμων ορυκτών, όπου όμως εξακολουθεί να έχει ουσιαστικά μονοπωλιακό έλεγχο.
Όλα αυτά ενώ το δολάριο οδηγούνταν την Πέμπτη σε χαμηλό τριετίας έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων (προεξάρχοντος του ιαπωνικού γιεν), καθώς ο Τραμπ επανέφερε την απειλή επιβολής νέων δασμών σε όσα μέρη δεν καταλήξουν σε αντίστοιχη συμφωνία με τις ΗΠΑ μέχρι τις 9 Ιουλίου.
Το βλέμμα στην Αφρική
Την ίδια ώρα, η Κίνα πραγματοποιεί διαδοχικές επιδείξεις δύναμης. Την εβδομάδα αυτή το σύνολο των αφρικανικών χωρών (εξαιρουμένης μόνο της Εσουατίνι/Σουαζιλάνδης) εκπροσωπήθηκε σε σινο-αφρικανική συνάντηση στην Τσάνγκσα της κινεζικής επαρχίας Χουνάν, όπου συντάχθηκε διακήρυξη κοινής αντιμετώπισης του (αμερικανικού προφανώς) “προστατευτισμού και της μονομέρειας”, ενώ στηρίχθηκαν η “Παγκόσμια Αναπτυξιακή Πρωτοβουλία”, η “Παγκόσμια Πρωτοβουλία Ασφαλείας” και η “Παγκόσμια Πρωτοβουλία Πολιτισμών”, που έχει εισηγηθεί το Πεκίνο. Το να συντάσσεται μια ολόκληρη ήπειρος πίσω από το όραμα μιας αναδυόμενης δύναμης για την αναμόρφωση της παγκόσμιας διακυβέρνησης μάλλον είναι γεγονός δίχως προηγούμενο.
Πέρα από την “πρώτη αλυσίδα”
Αλλά και στο αμιγώς στρατιωτικό πεδίο, ιδιαίτερη σημασία έχει η διεξαγωγή από την Κίνα “εκπαιδευτικών ασκήσεων” στον δυτικό Ειρηνικό, πέρα από την “πρώτη αλυσίδα νησιών”, που αποβλέπει στην ανάσχεση του ναυτικού της.
Η “πρώτη αλυσίδα νησιών”, που περιλαμβάνει την Ιαπωνία, την Ταϊβάν και τις Φιλιππίνες, είναι μία από τις τρεις γραμμές άμυνας του Ειρηνικού που έχουν δημιουργήσει οι Ηνωμένες Πολιτείες, με στόχο τον περιορισμό των ναυτικών δραστηριοτήτων της Κίνας.
Το κινεζικό ναυτικό, το μεγαλύτερο στον κόσμο σε αριθμό σκαφών, ανέπτυξε τα αεροπλανοφόρα CNS Liaoning και CNS Shandong στην ανατολική πλευρά της πρώτης αλυσίδας νησιών ταυτόχρονα για πρώτη φορά το Σαββατοκύριακο, αμφισβητώντας τη ναυτική κυριαρχία των ΗΠΑ στην περιοχή.
Εξοπλιστικά ντιλ
Στο πεδίο των εξοπλισμών, η Κίνα δημοσιοποίησε συμφωνίες για την παροχή στο Πακιστάν και το Αζερμπαϊτζάν μαχητικών αεροσκαφών υψηλής τεχνολογίας, αντιπυραυλικών ασπίδων και αεροσκαφών επιτήρησης, σε ένα τολμηρό εγχείρημα αναδιάρθρωσης της ισορροπίας δυνάμεων στη Νότια Ασία και τον Καύκασο.
Το Πακιστάν επιβεβαίωσε την προσφορά της Κίνας για 40 μαχητικά αεροσκάφη πέμπτης γενιάς Shenyang J-35 stealth, αεροσκάφη KJ-500 AEW&C και συστήματα αεράμυνας HQ-19. Η ανακοίνωση έρχεται έπειτα από μια ξεχωριστή συμφωνία 4,6 δισ. δολαρίων μεταξύ του Πακιστάν και του Αζερμπαϊτζάν, βάσει της οποίας το Μπακού θα προμηθευτεί 40 μαχητικά αεροσκάφη JF-17, τα οποία θα κατασκευάζονται από κοινού από την Pakistan Aeronautical Complex (PAC) και την κινεζική Chengdu Aircraft Corporation (CAC).
Πλήγμα στην αυτοπεποίθηση της Ταϊβάν
Επιπλέον, η Ταϊβάν βρέθηκε να συγκλονίζεται από σκάνδαλο κατασκοπείας υπέρ της Λαϊκής Δημοκρατίας, το οποίο ασφαλώς κλονίζει την αυτοπεποίθηση των αρχών της νήσου, αλλά και την εμπιστοσύνη των συμμάχων της.
Η Εισαγγελία της Ταϊπέι απήγγειλε την Τρίτη σε βάρος τεσσάρων πρώην μελών του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP) της Ταϊβάν κατηγορίες για κοινοποίηση ή παράδοση διαβαθμισμένων πληροφοριών εθνικής ασφάλειας στην Κίνα και ξέπλυμα χρήματος – δραστηριότητες που χρονολογούνται από το 2017.
Πρόκειται για στελέχη που κινούνταν σε υψηλούς κύκλους λήψης αποφάσεων (ως βοηθοί του υπουργού Εξωτερικών, σύμβουλοι ασφαλείας κτλ.), ενώ σε ξεχωριστή υπόθεση, πρώην βοηθός του τότε προέδρου της Βουλής κατηγορήθηκε για διαρροή νομοθετικών πληροφοριών στις κινεζικές μυστικές υπηρεσίες.
Και οι πέντε κατηγορούμενοι αποβλήθηκαν τον Μάιο από το DPP, το οποίο σημειωτέον στο ταϊβανέζικο πολιτικό τοπίο αποτελεί το… αντικινεζικό κόμμα και βρίσκεται αδιαλείπτως στην εξουσία από το 2016, υποστηρίζοντας την επίσημη ανεξαρτητοποίηση της νήσου.
Το Πεκίνο ομνύει στη μελλοντική επανένωση της Ταϊβάν με την ηπειρωτική χώρα, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι αυτή μπορεί να επιτευχθεί ειρηνικά. Όσο πάντως ενθαρρύνει την ανάπτυξη δεσμών εκατέρωθεν των στενών της Ταϊβάν, κυρίως δια των οικονομικών σχέσεων, άλλο τόσο εκπονεί σενάρια πολέμου για την περίπτωση που πολιτικές δυνάμεις σαν το DPP προχωρήσουν στην ανεξαρτητοποίηση της νήσου.
Ως φαίνεται, όμως, προτού καν κηρυχθεί, ο πόλεμος έχει ήδη κερδηθεί από το Πεκίνο – τουλάχιστον στο πληροφοριακό και ψυχολογικό πεδίο.