Η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης (ΕΖΑ) επιχειρεί μια στοχευμένη επανεκκίνηση. Επανέφερε στην αγορά την μπύρα «Πειραϊκή», μια επωνυμία που είχε εξαφανιστεί για σχεδόν δέκα χρόνια, ποντάροντας στη δύναμη της τοπικής ταυτότητας και της ψυχολογίας του καταναλωτή. Η κίνηση συμπίπτει από την μία με το αυξανόμενο ενδιαφέρον των καταναλωτών για τα … «τοπικά» brands, και από την άλλη με τις εντεινόμενες φήμες για πώληση της εταιρείας.
Η Πειραϊκή κυκλοφορεί αποκλειστικά στον Πειραιά, σε σημεία HORECA και επιλεγμένα καταστήματα Σκλαβενίτη, ενώ η διανομή της περιορίζεται στον Αργοσαρωνικό. Στόχος της εταιρείας είναι να αγγίξει καθημερινά ένα εν δυνάμει κοινό 20.000–30.000 νεαρών καταναλωτών σε μια ευρύτερη ζώνη 466.000 κατοίκων, εστιάζοντας σε όσους έχουν τακτική παρουσία σε χώρους εστίασης. Πρόκειται για μια εμπορικά ενδιαφέρουσα κίνηση, αλλά όχι για ένα προϊόν που από μόνο του αλλάζει το μέγεθος ή το μέλλον της ΕΖΑ.
«Δεν θέλουμε να πάμε στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη. Θέλουμε η Πειραϊκή να είναι η μπύρα του Πειραιά», δήλωσε πρόσφατα ο CEO της ΕΖΑ, Νικήτας Ασπιώτης (φωτό), υπενθυμίζοντας ότι η μπύρα «είναι ψυχολογία». Η εταιρεία σημείωσε, σύμφωνα με τη διοίκησή της, άνοδο +7% στις πωλήσεις στο πρώτο εξάμηνο του 2025, ενώ οι premium μπύρες της «έτρεξαν» με διψήφια ανάπτυξη.
Το momentum, ωστόσο, δεν περιορίζεται στα ράφια. Πίσω από την επανακυκλοφορία κρύβεται μια στρατηγική μετάβασης. Η ΕΖΑ βρίσκεται από το 2019 υπό τον έλεγχο του fund Diorama II, (το διαχειρίζεται η Deca Investements) το οποίο επιθυμεί να αποεπενδύσει. Την ίδια στιγμή η εταιρεία πάτησε φρένο στην παραγωγή. Περιόρισε την παραγωγή της κάτω από το όριο που ενεργοποιεί πρόσθετο ΕΦΚ, μειώνοντας τον τζίρο στα 29 εκατ. ευρώ από 31,5 εκατ. το 2023, αλλά ενίσχυσε τα EBITDA (+55%) και τις ταμειακές ροές. Η διοίκηση επέλεξε να περιορίσει την παραγωγή κάτω από τα 200.000 εκατόλιτρα για φορολογικούς λόγους, αποφεύγοντας πρόσθετο ΕΦΚ ύψους περίπου 12,5 εκατ. ευρώ.
Η επιλογή της Πειραϊκής εντάσσεται σε μια ευρύτερη τάση, η επαναφορά «ξεχασμένων» ελληνικών brands που κουβαλούν ιστορία και τοπικότητα. Από την Fix και την Άλφα μέχρι τη Μάμος και τη Μύθος, οι μεγάλες ζυθοποιίες έχουν στραφεί επανειλημμένα σε τέτοιες επιλογές, με στόχο να αγγίξουν μια ισχυρή εγχώρια καταναλωτική ανάγκη. Την οικειότητα και τη σύνδεση με το παρελθόν.
Δεν είναι σύμπτωση ότι ελληνόφωνα brands, όπως η Άλφα με μερίδιο 24,4% στα σούπερ μάρκετ, κυριαρχούν στην αγορά έναντι των διεθνών. Το όψιμο ενδιαφέρον για τέτοιες κινήσεις, από μικρούς και μεγάλους παίκτες, εδράζεται ακριβώς σε αυτή την τάση. Οι Έλληνες καταναλωτές θέλουν να πίνουν «δικά τους» προϊόντα, ακόμη κι αν αυτά διανέμονται από πολυεθνικά σχήματα. Και εκεί ακριβώς ποντάρει η ΕΖΑ, λίγο πριν την αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος.