Η δημιουργία σημαντικών οργανικών και επαναλαμβανόμενων κερδών του πρώτου τριμήνου ήταν αποτέλεσμα εμπροσθοβαρών κινήσεων της Εθνικής Τράπεζας, σημείωσε ο κ. Παύλος Μυλωνάς, διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας, στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων στους διεθνείς επενδυτές. Η ΕΤΕ έχει ήδη αποσβέσει το κόστος από τις τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων, αλλά και το κόστος για το πέρασμα στα διεθνή λογιστικά πρότυπα.
Ήδη, όλο το κόστος από το σχήμα Frontier (τιτλοποίηση κόκκινων δανείων 6 δισ.) αλλά και της νέας τιτλοποίησης κόκκινων δανείων 1,5 δισ. ευρώ έχουν πλήρως απορροφηθεί από τον ισολογισμό στην τράπεζα, χωρίς να επιφέρουν καμία κεφαλαιακή επιβάρυνση. Αντίθετα, απελευθερώνουν κεφάλαια και η Εθνική θα γράψει φέτος και το 2022 κεφαλαιακή ενίσχυση 170 μονάδων βάσης από τις συναλλαγές του Frontier (ολοκλήρωση το γ’ τριμ. 2021) και την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής. Επίσης, μηδενική επίπτωση στα κεφάλαια θα έχει και η νέα τιτλοποίηση 1,5 δισ. ευρώ που θα πραγματοποιηθεί στις αρχές του 2022, όπως και η απόσβεση του φετινού αναβαλλόμενου φόρου.
Ταυτόχρονα, η Εθνική Τράπεζα με κέρδη πάνω από 500 εκατ. ευρώ ενισχύει μέσω της οργανικής της ανάπτυξης τα κεφάλαια, τα οποία βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα του κλάδου. Ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας είναι πάνω από το 17%και μετά την ολοκλήρωση των τιτλοποιήσεων και της ολοκλήρωσης της συναλλαγής πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής θα ξεπεράσει το 18% το 2022. “Για μια ακόμη φορά σημειώνουμε ότι η Εθνική Τράπεζα με τα κεφάλαια που έχει δεν χρειάζεται καμία αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, αντίθετα, μάλλον θα εξέταζε επιστροφή κεφαλαίου, αν αυτό θα μπορούσε να επιτραπεί στις παρούσες συνθήκες”, δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Μυλωνάς, απαντώντας σε σχετική ερώτηση αναλυτή.
Επίσης, ο κ. Μυλωνάς επανέλαβε την πρόβλεψη της Εθνικής Τράπεζας για ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από το δεύτερο τρίμηνο του 2021 και εξής, με ταυτόχρονη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας που θα υποστηρίξει τη βιώσιμη ανάπτυξη για τα επόμενα χρόνια. Για το λόγο αυτό, εξήγησε, η Εθνική Τράπεζα έχει λάβει στρατηγική απόφαση να αναπτυχθεί εντός Ελλάδος. Δεν σχεδιάζεται κάποια εξαγορά ή επέκταση στο εξωτερικό.
Βαρύτητα στον ψηφιακό μετασχηματισμό
Η Εθνική επενδύει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλοντας στη χρηματοδότηση αλλά και στον οικονομικό και εταιρικό μετασχηματισμό, είπε. Στόχος, όπως πρόσθεσε, παραμένει η Εθνική Τράπεζα να είναι η Τράπεζα Πρώτης Επιλογής στην Ελλάδα, σύμφωνα και με την κωδική ονομασία του στρατηγικού πλάνου, το οποίο δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού και τη μεγαλύτερη ενσωμάτωση των κριτηρίωνESG. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός εστιάζει, σε αυτή τη φάση, σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα online υποστήριξης των επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας για end-to-end χρηματοδότηση.
Ο επικεφαλής της Εθνικής Τράπεζας αναφέρθηκε και στην ποιότητα του ενεργητικού, σημειώνοντας ότι η ΕΤΕ κατάφερε να παρουσιάσει τον χαμηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο οποίος θα πέσει σε μονοψήφιο ποσοστό στα τέλη του 2021 προς αρχές του 2022 και, σίγουρα, κάτω του 5% μέχρι την προθεσμία που έχουν θέσει η ευρωπαϊκές αρχές. Σε αυτό θα συμβάλει τόσο η νέα τιτλοποίηση κόκκινων δανείων που προγραμματίζεται για τις αρχές του 2022 όσο και η σημαντικά μικρότερη από την αναμενόμενη δημιουργία κόκκινων δανείων από την πανδημία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, σχεδόν το σύνολο των δανείων που ήταν σε αναστολή σήμερα εξυπηρετείται και η πρόβλεψη για τα νέα κόκκινα δάνεια μειώνεται συνολικά γύρω στα 600 εκατ. ευρώ.
Έτσι, η Εθνική μπόρεσε να εκταμιεύσει νέα δάνεια 1,1 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο, ποσό το οποίο θα αυξηθεί περαιτέρω στα επόμενα τρίμηνα. Από το ποσό αυτό, το μεγαλύτερο ποσοστό αφορούσε σε επιχειρηματικά δάνεια και το μικρότερο σε στεγαστικά και καταναλωτικά. Το συνολικό ποσό για το έτος θα ξεπεράσει τα 5 δισ. ευρώ, μέγεθος το οποίος θα διατηρηθεί σε αυτά τα επίπεδα, σε ετήσια βάση για την επόμενη διετία λόγω του Ταμείου Ανάπτυξης. Σύμφωνα με το στρατηγικό πλάνο της Εθνικής, η χρηματοδότηση θα αφορά σε επενδυτικά σχέδια του Ταμείου, σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην πράσινη ενέργεια και στην τεχνολογία, αλλά και στην υποστήριξη για αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της πελατείας της.