19.1 C
Athens
October 1, 2024
Image default
WORLD

Ευρω-ηγεμόνας σε αποδρομή: Η Γερμανία στη δίνη πολυεπίπεδης κρίσης

Του Κώστα Ράπτη

Το να χρησιμοποιεί ο Economist την έκφραση failed state για την ηγέτιδα δύναμη της Ευρωζώνης, τη χώρα του μεταπολεμικού “γερμανικού θαύματος”, δεν είναι απλή υπόθεση. Και σίγουρα δεν αποτελεί απλώς μια κακεντρεχή βρετανική ρητορική υπερβολή. Τα σημάδια της κρίσης στην πολιτική, την κοινωνία και πρωτίστως την οικονομία της Γερμανίας πολλαπλασιάζονται το τελευταίο διάστημα, με επιπτώσεις που αναμφίβολα θα γίνουν αισθητές σε όλη τη Γηραιά Ήπειρο. Πρόκειται δε για μια κρίση, η οποία σε μεγάλο βαθμό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως… αυτοτραυματισμός από στενομυαλιά. Η περιώνυμη γερμανική οργανωτικότητα δεν βρήκε, ως φαίνεται, το αντίστοιχό της σε προνοητικότητα και ευελιξία, όπως απαιτούν οι καιροί των ραγδαίων παγκόσμιων αλλαγών σε όλα τα επίπεδα. 

Τα ινστιτούτα προειδοποιούν 

Εν αρχή ην η οικονομία. Σε κοινή τους έκθεση που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη τα πέντε κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της Γερμανίας (το DIW του Βερολίνου, το IfW του Κιέλου, το Ifo, το IWH και το RWI) αναθεώρησαν προς τα κάτω τις εκτιμήσεις τους για τους ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας την επόμενη τριετία, τους οποίους πλέον υπολογίζουν σε -0,1% για φέτος, 0,8% για το 2025 και 1,3% για το 2026. Η αντίστοιχη εκτίμησή τους, που δημοσιεύθηκε την περασμένη άνοιξη, έκανε λόγο για ποσοστό 0,1% φέτος και 1,4% του χρόνου. 

Το πέρασμα σε αρνητικό πρόσημο έχει τον αναπόφευκτο συμβολισμό του. Αλλά γεγονός παραμένει ότι η γερμανική οικονομία γνωρίζει στασιμότητα ήδη εδώ και δύο χρόνια. Και πάντως η “αργή ανάκαμψη” που αναμένεται τα επόμενα τρίμηνα, με οδηγό την ιδιωτική κατανάλωση, δεν πρόκειται να οδηγήσει στο προβλέψιμο μέλλον τους ρυθμούς ανάπτυξης σε προπανδημικά επίπεδα. 

Στη Γερμανία αναλώνεται πολύς χρόνος σε συζητήσεις γύρω από τη “συγκυρία” (Konjunktur), ήτοι τους εξωτερικούς παράγοντες που στρεβλώνουν τον επιχειρηματικό κύκλο. Όμως η καχεξία της γερμανικής οικονομίας δεν έχει αίτια συγκυριακά, παρά διαρθρωτικά.  

Σύμφωνα με όσα επισημαίνουν τα πέντε ινστιτούτα, οι προκλήσεις της απεξάρτησης από τον άνθρακα, της ψηφιοποίησης, των δημογραφικών αλλαγών και της ενίσχυσης του διεθνούς ανταγωνισμού ρίχνουν βαριά σκιά στις μακροπρόθεσμες προοπτικές της γερμανικής οικονομίας. 

Οι γερμανικές εξαγωγές δεν μπόρεσαν να ανακάμψουν μετά την πανδημία με τους ρυθμούς που ίσχυσαν εν γένει στο διεθνές εμπόριο λόγω της εκτόξευσης του ενεργειακού κόστους, την έλλειψης ειδικευμένου εργατικού δυναμικού και της δυναμικής εισόδου της Κίνας σε τομείς (λ.χ. αυτοκινητοβιομηχανία) όπου μέχρι πρότινος δέσποζε η Γερμανία. 

Αλλά η έκθεση των πέντε ινστιτούτων αποτελεί απλώς μία από τις αλλεπάλληλες κακές ειδήσεις του τελευταίου διαστήματος. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η βιομηχανική παραγωγή έχει υποχωρήσει, οι παραγγελίες ομοίως, όπως και οι επενδύσεις και η ιδιωτική κατανάλωση. Σαν να μην ήταν δε αυτά αρκετά, ήρθε να προστεθεί η πολιτική αβεβαιότητα, καθώς ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός του Όλαφ Σολτς καρκινοβατεί, με τις τρεις συνιστώσες του να έχουν αποκλίνουσες προτεραιότητες και τα αλλεπάλληλα κακά αποτελέσματα σε τοπικές εκλογές να γεννούν αμφιβολίες για το αν η κυβέρνηση θα αντέξει μέχρι την προβλεπόμενη λήξη της θητείας της το φθινόπωρο του 2025. 

Το “πολιτικό ρίσκο” δεν συνηθιζόταν να είναι ένας από τους παράγοντες που απασχολούσαν τους παίκτες της γερμανικής οικονομίας…

Εμμονή με το χρέος

Σε μια φάση μάλιστα κατά την οποία η ανάγκη τόνωσης της οικονομίας γίνεται εμφανής, η μόνη πολιτική στην οποία δείχνουν ικανοί να καταλήξουν οι συγκυβερνώντες είναι η επιστροφή στη λιτότητα. Μια λιτότητα στην οποία έχουν ήδη προσχωρήσει τα νοικοκυριά περιορίζοντας τις καταναλωτικές δαπάνες τους, με αποτέλεσμα να δημιουργείται φαύλος κύκλος. 

Παρά την υγιή εικόνα των δημόσιων οικονομικών (προβλεπόμενο έλλειμμα 1,9% φέτος και δημόσιο χρέος περί τα όρια του Μάαστριχτ, ήτοι 63%), που θα υποδείκνυαν ότι είναι ώρα να ανοίξει το “κρατικό πορτοφόλι”, ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ κρίνει διαφορετικά. Το κόμμα του (FDP) λειτουργεί ως ο ιέρακας της δημοσιονομικής πειθαρχίας εντός του κυβερνητικού συνασπισμού, μολονότι πρόκειται για μια πολιτική δύναμη σε αποδρομή, με άκρως αμφίβολη τη συμμετοχή της στην επόμενη Μπούντεσταγκ και με τα ποσοστά της στις πρόσφατες εκλογές των ανατολικογερμανικών κρατιδίων να αθροίζονται μαζί με τα “λοιπά” που καταγράφει ο αστερίσκος.

Ωστόσο, ο Λίντνερ έχει το Σύνταγμα με το μέρος του. Το “φρένο χρέους” που θεσπίσθηκε το 2009 και προβλέπει περιορισμό των διαρθρωτικών ελλειμμάτων στο 0,35% (εκτός από τις περιπτώσεις ύφεσης) αποτελεί συνταγματική επιταγή και δεν μπορεί να αναθεωρηθεί παρά με κοινοβουλευτική πλειοψηφία δύο τρίτων – πολιτικά ανέφικτη. Όσο για τα “παραθυράκια” που αξιοποίησε η κυβέρνηση μέσω ειδικών ταμείων για την πράσινη μετάβαση, το Συνταγματικό Δικαστήριο έβαλε φρένο τον Νοέμβριο 2023 στη “δημιουργική” αξιοποίησή τους.

Το διεθνές περιβάλλον 

Η μεταποίηση ήταν το “πετράδι του στέμματος” της Γερμανίας – και πλέον ο χώρος που κατεξοχήν βιώνει τις πιέσεις. Ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος Ifo, που καταγράφει την κατάσταση πνευμάτων στον κλάδο, υποχώρησε τον μήνα αυτόν στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο του 2020, όταν η πανδημία είχε παραλύσει τεράστιους τομείς της γερμανικής και διεθνούς οικονομίας. Ειδικότερα, ο δείκτης υποχώρησε στις 85,4 μονάδες τον Σεπτέμβριο, έναντι 86,6 μονάδων τον Ιούλιο, αποτυπώνοντας την επιδείνωση του αισθήματος, καθώς οι παραγγελίες εξακολουθούν να μειώνονται. 

Για να έχουμε ένα μέτρο του διεθνούς ανταγωνισμού, η Κίνα προβλέπεται φέτος να εξαγάγει έξι εκατομμύρια οχήματα σε περισσότερες από εκατό χώρες, με μέση τιμή πώλησης τις 19.000 δολάρια ανά νέο αυτοκίνητο (υποδιπλάσια αυτής των ανταγωνιστών), ενώ το μερίδιο αγοράς που κατακτούν οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες αυξάνεται εκθετικά. Μόνο στη Βραζιλία, οι κινεζικές εισαγωγές αυξήθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2024 κατά 450%, στερώντας τουλάχιστον 125.000 πελάτες από τις Chevy, Jeep και Fiat μαζί.

Και τα πράγματα ενδέχεται να γίνουν πολύ χειρότερα για τους Γερμανούς, σε περίπτωση επικράτησης τον Νοέμβριο στις αμερικανικές εκλογές του Ντόναλντ Τραμπ, πάντα πρόθυμου να στραφεί σε πολέμους δασμών, για να χαλιναγωγήσει τις εισαγωγές. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, υπολογίζει το Ifo, οι γερμανικές εξαγωγές αυτοκινήτων θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 32%, ποσοστό αναμφίβολα αποσβολωτικό, ενώ στα φαρμακευτικά προϊόντα η μείωση ενδέχεται να φτάσει το 35%. Σε βάθος τετραετίας, το πλήγμα για τη γερμανική οικονομία θα μπορούσε να κυμανθεί μεταξύ 120 και 150 δισ. ευρώ. Το “πολιτικό ρίσκο” δεν είναι συνεπώς μόνο το εγχώριο. 

Οι επιπτώσεις στην απασχόληση

Το χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης δείχνει να ζει σε έναν δικό του κόσμο, με τον δείκτη DAX να κινείται στις 19.000 μονάδες, ήτοι κοντά στα ιστορικά υψηλά του, ασχέτως της επιδείνωσης των θεμελιωδών της γερμανικής οικονομίας. Πρόκειται όμως για μια εικόνα η οποία προκύπτει από την πάντοτε αρεστή στους επενδυτές νομισματική χαλάρωση από Fed, EKT και Τράπεζα της Κίνας. 

Στην πραγματική οικονομία, η εικόνα της απασχόλησης (όπου το ποσοστό ανεργίας σκαρφάλωσε αργά αλλά σταθερά στο 6%) λέει άλλα. 

Η Volkswagen (η ίδια εταιρεία που είδε αυτές τις μέρες τη μετοχή της να ενισχύεται κατά 3,3%) ανακοίνωσε προσφάτως ότι θα κλείσει εργοστάσιά της στη Γερμανία για πρώτη φορά στα 87 χρόνια της ιστορίας της. Η κατασκευάστρια εξαρτημάτων αυτοκινήτων ZF Friedrichshafen ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα ότι θα περικόψει 14.000 θέσεις εργασίας στη Γερμανία την επόμενη τετραετία.

Αλλά ούτε οι υπόλοιποι κολοσσοί της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, όπως η Mercedes-Benz και η BMW, πηγαίνουν καλύτερα. Σύμφωνα με τους Financial Times, η απασχόληση στον κλάδο έχει υποχωρήσει κατά 6,5% από το 2018, λόγω του ανταγωνισμού από τα ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα, ενώ και το 60% των προμηθευτών του προσανατολίζεται στη μείωση προσωπικού μέσα στην επόμενη πενταετία.

Σε άλλους κλάδους, μεγάλες εταιρείες όπως η SAP, η Miele και η Bayer έχουν ανακοινώσει περισσότερες από 55.000 περικοπές θέσεων εργασίας φέτος (ορισμένες από αυτές εκτός Γερμανίας). Άλλοι βιομηχανικοί κολοσσοί όπως η Thyssenkrupp και η BASF διαπραγματεύονται με τα συνδικάτα ενόψει ενός ακόμη άγνωστου αριθμού απολύσεων. 

Το μέλλον της ThyssenKrupp, σημειώνει το Eurointelligence, θα είναι αυτό ενός μειωμένου παραγωγού χάλυβα υψηλής εξειδίκευσης – τμήμα της αγοράς που απαιτεί βαθιά τεχνογνωσία. Θα διαπιστώσουμε, προσθέτει, ότι το ίδιο θα συμβεί στα αυτοκίνητα, στις εργαλειομηχανές και στα χημικά επίσης.

Το χαμένο τρένο της τεχνολογίας

Δεν είναι μόνο αυτοί που φεύγουν – είναι και αυτοί που δεν έρχονται. Η αμερικανική εταιρεία υψηλής τεχνολογίας Intel ανακοίνωσε στα μέσα του μηνός ότι “παγώνει” για τουλάχιστον δύο χρόνια τα σχέδιά της για δημιουργία εργοστασίου μικροτσίπ στο Μαγδεμβούργο, με τουλάχιστον 3.000 θέσεις εργασίας. 

Η “μεγαλύτερη άμεση ξένη επένδυσης στη Γερμανία”, όπως την είχε διαφημίσει πέρυσι ο καγκελάριος Σολτς, επρόκειτο να ανέλθει σε 33 δισ. ευρώ, ενώ το γερμανικό κράτος θα την επιδοτούσε με 9,9 δισεκατομμύρια, τα οποία μάλιστα θα κατέβαλλε προκαταβολικώς. Τα σχέδια ωστόσο άλλαξαν, μετά τα δυσμενή οικονομικά στοιχεία της αμερικανικής εταιρείας, η οποία επλήγη από την πτώση στην αγορά υπολογιστών.

Αλλά προσηλωμένη σε ένα αναπτυξιακό μοντέλο το οποίο ξεπερνιέται από τις διεθνείς εξελίξεις, η Γερμανία μοιάζει να χάνει το τρένο των νέων τεχνολογιών. Εμποδίζεται σε αυτό από τρία μεγάλα μειονεκτήματά της. Το πρώτο είναι η παραμέληση των υποδομών, λόγω της εμμονής στα μηδενικά ελλείμματα που ισοπέδωσε τις δημόσιες επενδύσεις (με αποτέλεσμα να γινόμαστε πλέον μάρτυρες γεφυρών που καταρρέουν, καναλιών που φράζουν και αφόρητα αργών διαδικτυακών συνδέσεων). Το δεύτερο είναι η εκτόξευση του κόστους ενέργειας, καθώς την εν μία νυκτί εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας από την Άγκελα Μέρκελ μετά το δυστύχημα στη Φουκουσίμα ήρθε να διαδεχθεί η “ανατίναξη”, κυριολεκτικά και μεταφορικά, της φθηνής ενεργειακής τροφοδοσίας από τη Ρωσία, που μέχρι τότε προκαλούσε εφησυχασμό. Και το τρίτο είναι το άκαμπτο και απαρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δεν εξασφαλίζει εργασιακό δυναμικό στον χρόνο και με τις δεξιότητες που χρειάζονται (πέρα, εννοείται, από τη δεδομένη δημογραφική υποχώρηση).

Κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό 

Σε αυτό το τοπίο, η πολιτική ζωή γίνεται αποδέκτης των κοινωνικο-οικονομικών κραδασμών και με τη σειρά της συντελεί στην επιδείνωσή τους. 

Η δυναμική εμφάνιση της ακροδεξιάς “Εναλλακτική για τη Γερμανία”, η οποία κατέκτησε τον μήνα αυτό την πρώτη θέση στις εκλογές της Θουριγγίας και τη δεύτερη στη Σαξονία και το Βρανδεμβούργο είναι αδιάψευστος δείκτης – και δεν θα πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στις ιδιαιτερότητες του ανατολικού τμήματος της Γερμανίας, το οποίο πράγματι εξακολουθεί να βρίσκεται, 35 χρόνια μετά την επανένωση, πίσω από ένα οικονομικό και κοινωνικό “Τείχος”. 

Η κυριαρχία στη δημόσια συζήτηση των θεμάτων της μετανάστευσης και της εγκληματικότητας, η αγανάκτηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού με το κόστος ζωής (και ιδίως το κόστος στέγης) και οι επιφυλάξεις, που δεν εκφράζονται στην mainstream πολιτική, για την ψυχροπολεμική κλιμάκωση των εντάσεων με τη Ρωσία αποτελούν τα αίτια αυτής της πολιτικής ανατροπής. Σε μικρότερη άλλωστε κλίμακα αυτή επαναλαμβάνεται και στα αριστερά του φάσματος, με τα διόλου αμελητέα αποτελέσματα του (οικονομικά αριστερού αλλά κοινωνικά συντηρητικού) νεότευκτου σχηματισμού της Ζάρα Βάγκενκνεχτ, η οποία αποσχίσθηκε από το Κόμμα της Αριστεράς. 

Το κρίσιμο ζήτημα είναι το γερμανικό πολιτικό τοπίο, όπου άλλοτε κυριαρχούσαν τα μεγάλα “λαϊκά” κόμματα και οι συναινέσεις, κατακερματίζεται διαρκώς, με το “κέντρο” διαρκώς να υποχωρεί και τη δημιουργία κυβερνήσεων, σε κρατιδιακό και πιθανότατα συντόμως σε πανεθνικό επίπεδο, να καθίσταται πολιτικά και αριθμητικά ανέφικτη – γεγονός που προοιωνίζεται τον μελλοντικό τερματισμό του αποκλεισμού της AfD. 

Μια Ευρώπη στα μέτρα της 

Ένα παλαιό ρητό ήθελε τη Γερμανία να είναι “πολύ μεγάλη για την Ευρώπη, πολύ μικρή για τον κόσμο”. Με άλλα λόγια, τα μεγέθη της την καθιστούσαν πάντοτε εστία ανταγωνισμών στη Γηραιά Ήπειρο, χωρίς όμως τη δυνατότητα ανάληψης παγκόσμιου ρόλου. Στις μέρες μας θα μπορούσε όμως να πει κανείς ότι η Γερμανία αποδεικνύεται για την Ευρώπη “πολύ λίγη”.

Ο “αυτοκρατορικός” τρόπος με τον οποίο ασκεί την προεδρία της Κομισιόν η άρτι επανεκλεγείσα Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δίνει ένα μέτρο της γερμανικής κυριαρχίας στα ευρωπαϊκά πράγματα, ιδίως αν συνυπολογισθεί και η μείωση του ειδικού βάρους της πολλαπλά δοκιμαζόμενης Γαλλίας. Ωστόσο, η έλλειψη οράματος (πέρα από τον νεοψυχροπολεμικό ζήλο της Γερμανίδας προέδρου) είναι επίσης εμφανής.

Η Γερμανία γνωρίζει καλά πώς να επωφελείται από τις αγορές των εταίρων της, αλλά δεν γνωρίζει πώς να καθοδηγήσει τόσο τον εαυτό της όσο και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα στο νέο διεθνές τοπίο, όπου οι νέες τεχνολογίες και οι πολιτικές ενθάρρυνσης των επενδύσεων δίνουν αποφασιστικό προβάδισμα στις ΗΠΑ και την Κίνα.  

Ο ρόλος της Γερμανίας συνίσταται εδώ και καιρό στο να προβάλλει εμπόδια σε κινήσεις περαιτέρω εμβάθυνσης της ενοποίησης της Ε.Ε., ιδίως της δημοσιονομικής, επωφελούμενη ιδιοτελώς από τα όσα έχει να της προσφέρει η υπάρχουσα ατελής και, προορισμένη είτε να προχωρήσει είτε να υποχωρήσει ατάκτως, ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Η έκθεση του Μάριο Ντράγκι, που παραγγέλθηκε ακριβώς για να υποδειχθούν λύσεις στην υποχώρηση της Ε.Ε. στον διεθνή ανταγωνισμό, επισημαίνει ότι ήδη τομείς των νέων τεχνολογιών έχουν “χαθεί” ανεπιστρεπτί για την Ευρώπη και υποδεικνύει την ανάγκη μαζικών επενδύσεων με κοινό δανεισμό και ενοποίηση της αγοράς κεφαλαίων για την ενθάρρυνση της καινοτομίας. Πρόκειται για τις συστάσεις που το Βερολίνο δια του Κρίστιαν Λίντνερ έσπευσε να απορρίψει με συνοπτικές διαδικασίες.  

Related posts

Ισραήλ-Γάζα: Δεν θα υπάρξει χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Βηθλεέμ φέτος εξαιτίας του πολέμου

banks

Μεσανατολικό: Οι Χούθι της Υεμένης εξαπέλυσαν νέα επίθεση με drones εναντίον του Ισραήλ

banks

Μασκ: “Λιγότερος αντισημιτισμός στο X σε σύγκριση με άλλα apps κοινωνικής δικτύωσης”

banks

Siemens: Μείωση κερδών κατά 2% για το α’ τρίμηνο

banks

Θρίλερ με τη σορό του Αλεξέι Ναβάλνι: Δεν βρίσκεται στο νεκροτομείο που έστειλαν τη μητέρα του

banks

ΗΠΑ: “Κλιμακούμενες” οι επιθέσεις των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα

banks