Συνηθίζουμε στις δημοσκοπήσεις, ιδίως τις προεκλογικές, να κοιτάζουμε τα ποσοστά των κομμάτων και τις αυξομειώσεις τους. Πράγμα λογικό, αφού αυτό είναι το επίδικο μιας εκλογικής μάχης.
Όμως, κάποιες φορές, ιδίως σε στιγμές όπου δεν υπάρχει στον ορίζοντα το ενδεχόμενο μεγάλης πολιτικής ανατροπής, αξίζει κανείς να σταθεί σε άλλα στοιχεία που υπάρχουν στις δημοσκοπήσεις και ιδίως αυτά που αφορούν τις στάσεις και τοποθετήσεις των πολιτών πάνω σε αυτά που καθορίζουν τη ζωή και την καθημερινότητά τους.
Γιατί σε αυτή την περίπτωση αυτό που προκύπτει είναι λιγότερο η εικόνα μιας κυβερνητικής παράταξης με σαφές εκλογικό προβάδισμα και περισσότερο η εικόνα μιας κοινωνίας βαθιά διαιρεμένης.
Από τη μια έχουμε ένα σημαντικό –αλλά παρ’ όλα αυτά μειοψηφικό– τμήμα που σε γενικές γραμμές δηλώνει σχετικά ικανοποιημένο από την ευρύτερη οικονομική και κοινωνική συνθήκη και το οποίο περιλαμβάνει τα στρώματα που με διάφορους τρόπους ωφελήθηκαν το προηγούμενο διάστημα, είτε από την αυξημένη κρατική δαπάνη στην πανδημία είτε από τη δυναμική της οικονομίας.
Από την άλλη έχουμε μια σαφή πλειονότητα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είναι δυσαρεστημένη και σε ορισμένες περιπτώσεις οργισμένη, για μια σειρά από ζητήματα από την ακρίβεια και την ευρύτερη οικονομική πίεση και ανασφάλεια, ιδίως για τα περισσότερο λαϊκά στρώματα, έως αυτό που συνήθως περιγράφουμε ως αίτημα «ασφάλειας», που δεν περιορίζεται μόνο στα ζητήματα εγκληματικότητας αλλά αφορά και όλες τις διεκδικήσεις κοινωνικής προστασίας.
Η ποσοτική τουλάχιστον σύμπτωση ανάμεσα στη δημοσκοπική βάση της κυβέρνησης και το περισσότερο ικανοποιημένο τμήμα της κοινωνίας μπορεί να εξηγεί γιατί παραμένει σήμερα ο πιο συμπαγής πόλος μέσα στο κομματικό σύστημα, όμως δεν αναιρεί ότι είναι αντιμέτωπη με ένα σε τελική ανάλυση πλειοψηφικό κλίμα δυσαρέσκειας που ο μόνος λόγος που δεν γίνεται πολιτικά καθοριστικό είναι κατά βάση η απουσία μιας πειστικής εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης που να μπορεί να επαναφέρει την εμπιστοσύνη στη δυνατότητας της πολιτικής αλλαγής.