Κανείς δεν περίμενε ότι η κυβέρνηση θα έχανε τη μάχη της πρότασης δυσπιστίας που κατατέθηκε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Από τη Μεταπολίτευση όλες οι κυβερνήσεις που βρέθηκαν στην ίδια θέση, συσπειρώθηκαν και ξεπέρασαν αντίστοιχες δοκιμασίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην αντίστοιχη πρόταση που είχε κατατεθεί από την αντιπολίτευση με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών. Οι ΑΝΕΛΛ είχαν αποχωρήσει από τη συγκυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεχόταν βολές από παντού, κατάφερε ωστόσο να ξεπεράσει τη δοκιμασία.
Η κυβέρνηση και η ευθύνη της
Ο σκόπελος λοιπόν ξεπεράστηκε, ωστόσο η κρίση παραμένει. Το απέδειξαν οι χιλιάδες κόσμου που βρέθηκαν χθες στους δρόμους ξανά. Το αποδεικνύουν οι δημοσκοπήσεις που αφενός καταγράφουν πτώση της ΝΔ -όπως και του ΠΑΣΟΚ- αφετέρου καταγράφουν την αρνητική διάθεση του κόσμου απέναντι στην κυβέρνηση και στη διαχείρισή της στο θέμα των Τεμπών. Πάνω απ’ το 70% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η κυβέρνηση έχει ευθύνη για τη συγκάλυψη.
Η μάχη που χάθηκε
Αυτή η μάχη έχει χαθεί οριστικά για το Μαξίμου. Το παραδέχθηκε άλλωστε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός στην ομιλία του όταν είπε ότι «είναι πολύ δύσκολο» να αλλάξει η γνώμη του κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι τίποτε δεν έχει τελειώσει και ότι πλέον το μεγαλύτερο ενδιαφέρον μετακομίζει εκτός κοινοβουλίου, στο δρόμο, εκεί που θα φανεί αν οι συγκεντρώσεις θα συνεχιστούν με τον ίδιο ρυθμό.
Τα έως τώρα δεδομένα δείχνουν πως οι τεράστιες συγκεντρώσεις της 28ης Φεβρουαρίου ήταν μόνο η αρχή. Ο θυμός του κόσμου δεν ξεθυμαίνει και αυτό είναι καλό να το αντιληφθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται στο Μαξίμου. Η φράση της Μαρίας Ντόλκα, μητέρας θύματος των Τεμπών, «σας ευχαριστούμε που είστε στους δρόμους για τα παιδιά μας», απευθυνόμενη στο συγκεντρωμένο κόσμο εμπεριέχει τόση δύναμη που κανένα επικοινωνιακό τέχνασμα δεν δύναται αυτή τη στιγμή να την αναχαιτίσει.
Τρία σημεία
Πλέον, σε πολιτικό επίπεδο το ενδιαφέρον εστιάζεται σε τρία σημεία. Η σύσταση της προανακριτικής για τα Τέμπη που θα αρχίσει να απασχολεί την επικαιρότητα από την εβδομάδα που έρχεται και ο ανασχηματισμός που έχει ορίζοντα υλοποίησης το επόμενο δεκαήμερο. Οι πληροφορίες λένε πως δεν θα είναι δομικός, δεν θα έχει δηλαδή «σαρωτικά» χαρακτηριστικά. Θα είναι κάτι ανάμεσα σε rotation υπουργών και σε αντικατάσταση κάποιων υφυπουργών με άλλα στελέχη. Ο μεγάλος κερδισμένος φαίνεται πως είναι ο κ. Χατζηδάκης ο οποίος θα αφήσει το Οικονομικών και θα βρεθεί στο Μαξίμου με αυξημένες αρμοδιότητες.
Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Χατζηδάκης υπήρξε παρακολουθούμενος υπουργός, ένα από τα πρωτοκλασάτα ονόματα στο σκάνδαλο των υποκλοπών. Προφανώς η εμπιστοσύνη του πρωθυπουργού στο πρόσωπό του είναι κάτι παραπάνω από ισχυρή και τον χρειάζεται στο Μαξίμου σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία. Εδώ ισχύει μάλλον το «πως ό,τι κι αν έγινε, νερό κι αλάτι».
Το τρίτο σημείο του πολιτικού ενδιαφέροντος έχει να κάνει με το πως θα κινηθεί η αντιπολίτευση. Για να μη γελιόμαστε αυτό που απασχολεί τις ηγεσίες είναι το πως θα πάρουν τα πάνω τους, αφού οι δημοσκοπήσεις δεν είναι καθόλου κολακευτικές για τα ποσοστά τους. Το ΠΑΣΟΚ πέφτει, ο ΣΥΡΙΖΑ αγκομαχά, η Νέα Αριστερά παλεύει να πιάσει ποσοστό εισόδου στην επόμενη Βουλή. Την ίδια ώρα η Πλεύση Ελευθερίας καταγράφει εντυπωσιακή άνοδο, ενώ ποσοστά τσιμπάνε τόσο το ΚΚΕ όσο και η Ελληνική Λύση.
Το στίγμα που απουσιάζει
Υπάρχουν περιθώρια συνεργασίας; Στη θεωρία ναι, αλλά αυτή δεν αρκεί. Το ΠΑΣΟΚ δείχνει να είναι εγκλωβισμένο σε μια ιδιότυπη ομηρία. Η αμφισβήτηση στο πρόσωπο του Νίκου Ανδρουλάκη υφίσταται και όσο οι δημοσκοπήσεις ακολουθούν την ίδια πορεία πτώσης για το ΠΑΣΟΚ, τόσο θα φουντώνει η εσωκομματική γκρίνια. Είναι εντυπωσιακό πως ακόμα και κατά τη διάρκεια του τριημέρου, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν κατάφερε να κερδίσει τις εντυπώσεις. Ξεκάθαρο στίγμα δεν υπάρχει και αυτό φαίνεται πλέον έντονα και αποτελεί πρόβλημα.
Το επόμενο διάστημα θα είναι κομβικό για το αν τελικά θα υπάρξει ένα είδος πιο στενής συνεργασίας μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Αριστεράς. Θα έχουμε επιστροφή στελεχών στην Κουμουνδούρου; Δύσκολο, υπό τις σημερινές συνθήκες. Θα υπάρξει κάποια σύγκλιση ώστε να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο συνεργασίας; Πιο εύκολο σε σχέση με το πρώτο σενάριο, αλλά και πάλι θα χρειαστεί αρκετή δουλειά για να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα.
Αναζητείται υπέρβαση
Στο ερώτημα αν θα σημειωθεί κάποια υπέρβαση στα προοδευτικά κόμματα, ώστε να επιτευχθεί μια μίνιμουμ συνεννόηση με στόχο τη δημιουργία ενός αντιδεξιού μετώπου, απάντηση αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει. Και αν η κυβέρνηση βλέπει τον κόσμο στους δρόμους και αναρωτιέται για το μέλλον της, μάλλον σε παρόμοια κατάσταση βρίσκονται τόσο το ΠΑΣΟΚ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η Νέα Αριστερά.
Τούτων δοθέντων όλα τα δεδομένα συγκλίνουν πως βρισκόμαστε σε μια περίοδο πολιτικής κρίσης, η οποία είναι άγνωστο πόσο θα κρατήσει. Έπειτα από πολύ καιρό ρυθμιστής των εξελίξεων δείχνει να είναι η ίδια η κοινωνία και όχι τα κόμματα. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να βρίσκεται σε δύσκολη θέση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν πείθουν ότι σε αυτή τη φάση μπορούν ν’ αποτελέσουν έναν εναλλακτικό πόλο διακυβέρνησης. Δύσκολοι καιροί για προβλέψεις.