Ιδιαίτερα θετικοί για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών εμφανίζονται οι αναλυτές της Moody’s και της Deutsche Bank, με τον οίκο αξιολόγησης να εκτιμά ότι η ισχυρή κερδοφορία θα συνεχιστεί, ενώ επισημαίνει πως τα NPEs πλησιάζουν πλέον την ευρωπαϊκή κανονικότητα, με τη γερμανική τράπεζα να χαρακτηρίζει τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο ένα μοναδικό story αξίας.
Ειδικότερα, η Moody’s, αναλύοντας τα οικονομικά αποτελέσματα του 2024, σημειώνει πως η κερδοφορία ήταν ανθεκτική, υποστηριζόμενη κυρίως από τα υψηλά επαναλαμβανόμενα έσοδα και τα περιορισμένα έξοδα και απομειώσεις. Τα καθαρά έσοδα από τόκους (ΝΙΙ) αυξήθηκαν κατά περίπου 6% σε ετήσια βάση, λόγω των υψηλών επιτοκίων των δανείων και των νέων εκταμιεύσεων δανείων, τροφοδοτούμενα από την αυξανόμενη ζήτηση από τον εταιρικό τομέα, ενώ οι χαμηλότερες απομειώσεις σε συνδυασμό με τον συνεχή εξορθολογισμό του κόστους στήριξαν την κερδοφορία. Η Moody’s αναμένει ότι το 2025-2026 η κερδοφορία των τεσσάρων συστημικών τραπεζών θα παραμείνει ισχυρή, αν και με κάποια συμπίεση των περιθωρίων από τα χαμηλότερα επιτόκια.
Παράλληλα, ο οίκος παρατηρεί ότι ο μέσος δείκτης NPE μειώθηκε σε περίπου 3% στο τέλος του 2024 από 4,1% το 2023, πλησιάζοντας τον μέσο όρο των τραπεζών της Ε.Ε. που είναι περίπου 2,3%. Αυτή η βελτίωση οφείλεται κυρίως στις αναδιαρθρώσεις δανείων, στην αύξηση των δανείων και στις τιτλοποιήσεις μικρών NPE. Παρά τα ακόμη υψηλά επιτόκια δανείων, η Moody’s αναμένει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα διατηρήσουν τις βελτιώσεις στην ποιότητα ενεργητικού τους το 2025, με στήριξη από την υψηλή αύξηση των δανείων και τη σταδιακή μείωση των επιτοκίων.
Την ίδια στιγμή, οι κεφαλαιακοί δείκτες συνεχίζουν να κινούνται άνετα πάνω από τις ελάχιστες εποπτικές απαιτήσεις, υποστηριζόμενοι από ισχυρή κερδοφορία και την οργανική παραγωγή κεφαλαίου, όπως επισημαίνει. Ο μέσος δείκτης CET1 κινήθηκε στο 16,5%, από 15,7% το 2023 και 13,8% το 2022, και, κατά τον οίκο, η ενίσχυση των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών μειώνει σταδιακά το τμήμα του κεφαλαίου χαμηλότερης ποιότητας.
Από την πλευρά της, η Deutsche Bank σημειώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες ξεπέρασαν τις προσδοκίες, εμφανίζοντας το 2024 ισχυρή δυναμική κερδών και εξαιρετικά επίπεδα δραστηριότητας στον δανεισμό και στις προμήθειες. Αυτό επέτρεψε να θέσουν μεσοπρόθεσμους στόχους που θα τις ξεχωρίσουν σε επίπεδο Ευρώπης όσον αφορά την ανάπτυξη, ενώ θα εξακολουθήσουν να επωφελούνται από την υψηλή αποδοτικότητα και τη σταδιακή μείωση των προβλέψεων, παρέχοντας διαβεβαίωση για ισχυρή μελλοντική κερδοφορία.
Οσον αφορά τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα, επισημαίνει ότι εξομαλύνονται ήδη, ωστόσο ο ρυθμός μείωσης ήταν πιο αργός από τον αναμενόμενο, καθώς η ευαισθησία στις μειώσεις επιτοκίων είναι πλέον ευθυγραμμισμένη με αυτή άλλων τραπεζών της Nότιας Ευρώπης, ενώ η εντυπωσιακή αύξηση των δανείων (+11%) μπόρεσε να αντισταθμίσει την πίεση. Η γερμανική τράπεζα αναμένει ότι τα NII θα ανακάμψουν πλήρως έως το 2027, έπειτα από μέτρια πτώση το 2025 και σταθεροποίηση έως το 2026.
Επίσης, εκτιμά ότι οι καλύτερες προοπτικές, η σταθερότητα (σε συνδυασμό με την ισχυρή ανάπτυξη) και οι υψηλές αποδόσεις κεφαλαίου (με περιθώρια για υψηλότερες πληρωμές από το 50%-60% που έχουν θέσει στόχο οι τράπεζες) καθιστούν τον κλάδο μια πρόταση αξίας που είναι δύσκολο να συγκριθεί.