Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας ολοκληρώνει το 2025 με σαφώς βελτιωμένα θεμελιώδη μεγέθη και με επίπεδα ανθεκτικότητας που δεν θυμίζουν σε τίποτα την προ δεκαετίας εικόνα. Η περίοδος υψηλών επιτοκίων λειτούργησε ως «χρυσή ζώνη» για την κερδοφορία, ενώ ταυτόχρονα επέτρεψε στις τράπεζες να ενισχύσουν κεφάλαια, να μειώσουν περαιτέρω τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και να βελτιώσουν τη δομή χρηματοδότησής τους.
Η εικόνα της κερδοφορίας παραμένει ισχυρή, με τα καθαρά έσοδα από τόκους να συνεχίζουν να στηρίζουν τα αποτελέσματα, έστω και αν η δυναμική αυτή αρχίζει σταδιακά να εξασθενεί καθώς η νομισματική πολιτική περνά σε φάση χαλάρωσης. Παράλληλα, η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών κινείται σε επίπεδα που παρέχουν ουσιαστικά περιθώρια ασφαλείας, τόσο έναντι εποπτικών απαιτήσεων όσο και έναντι ενδεχόμενων μελλοντικών κραδασμών.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η εικόνα της ρευστότητας. Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα αυξάνονται με ρυθμούς σαφώς ισχυρότερους σε σχέση με το 2024, περιορίζοντας περαιτέρω την εξάρτηση από πιο ακριβές μορφές χρηματοδότησης. Η βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης τόσο του Ελληνικού Δημοσίου όσο και των ίδιων των τραπεζών μεταφράζεται σε χαμηλότερο κόστος άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές και σε μεγαλύτερη ευχέρεια εκδόσεων, στοιχείο κρίσιμο για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Η επιστροφή της πιστωτικής επέκτασης – με προϋποθέσεις
Στο μέτωπο της χρηματοδότησης, η εικόνα είναι ξεκάθαρα βελτιωμένη. Οι πιστώσεις προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ενισχύονται, αντανακλώντας τόσο την αυξημένη επενδυτική δραστηριότητα όσο και τη μεγαλύτερη διάθεση των τραπεζών να αναλάβουν πιστωτικό κίνδυνο σε ένα περιβάλλον μακροοικονομικής σταθερότητας. Η επιτάχυνση της επιχειρηματικής πίστης αποτελεί βασικό πυλώνα για τη στήριξη της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας τα επόμενα έτη.
Ακόμη πιο συμβολική είναι η εξέλιξη στις πιστώσεις προς τα νοικοκυριά. Για πρώτη φορά μετά από περίπου δεκαπέντε χρόνια, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής τους περνά σε θετικό έδαφος, σηματοδοτώντας μια σταδιακή επιστροφή της λιανικής τραπεζικής σε συνθήκες κανονικότητας. Πρόκειται για εξέλιξη με διπλή ανάγνωση: από τη μία πλευρά υποδηλώνει αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, από την άλλη όμως αυξάνει την ανάγκη για αυστηρή πιστοδοτική πειθαρχία ώστε να αποφευχθούν λάθη του παρελθόντος.
Προοπτικές: λιγότερα επιτόκια, περισσότερη δουλειά
Οι προβλέψεις για τον τραπεζικό τομέα παραμένουν θετικές, αλλά σαφώς πιο απαιτητικές. Η αναμενόμενη περαιτέρω αποκλιμάκωση των επιτοκίων της ΕΚΤ αναμένεται να στηρίξει τη ζήτηση για νέα δάνεια, ιδίως από επιχειρήσεις και νοικοκυριά που είχαν «παγώσει» επενδυτικά ή στεγαστικά σχέδια. Την ίδια στιγμή, όμως, η μείωση των επιτοκίων συμπιέζει τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια, περιορίζοντας το βασικό μοχλό κερδοφορίας της τελευταίας διετίας.
Αυτό μετατοπίζει το βάρος στη διαρθρωτική πλευρά του τραπεζικού μοντέλου. Η ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες, η περαιτέρω ψηφιοποίηση, ο έλεγχος του λειτουργικού κόστους και η ποιοτική επέκταση της πιστοδότησης καθίστανται κρίσιμοι παράγοντες για τη διατήρηση της κερδοφορίας σε βάθος χρόνου. Με απλά λόγια, ο εύκολος κύκλος τελειώνει και αρχίζει η φάση όπου η διοίκηση κάνει τη διαφορά.
Κίνδυνοι και αβεβαιότητες: το μακροοικονομικό «θολό τοπίο»
Παρά τη σαφή βελτίωση, οι κίνδυνοι παραμένουν υπαρκτοί και δεν είναι αμελητέοι. Η επιμονή του πληθωρισμού, κυρίως στις υπηρεσίες, σε συνδυασμό με τη στενότητα στην αγορά εργασίας, μπορεί να οδηγήσει σε πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα και σε αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο για ορισμένες κατηγορίες δανειοληπτών. Επιπλέον, τυχόν επιβράδυνση της ευρωπαϊκής ή της παγκόσμιας οικονομίας, γεωπολιτικές αναταράξεις ή καθυστερήσεις στην απορρόφηση επενδυτικών πόρων ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τη ζήτηση για πίστη και την ποιότητα των χαρτοφυλακίων.
Σε αυτό το περιβάλλον, η πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες δεν είναι πλέον η εξυγίανση, αλλά η ισορροπία: ανάπτυξη χωρίς υπερβολικό ρίσκο, κερδοφορία χωρίς εξάρτηση από έναν μόνο παράγοντα και κεφαλαιακή ισχύς που θα αντέξει και τον επόμενο δύσκολο κύκλο.
Το συμπέρασμα είναι ωμό αλλά σαφές: το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει αφήσει πίσω του την εποχή της επιβίωσης. Η επόμενη δοκιμασία είναι πιο δύσκολη — να αποδείξει ότι μπορεί να παράγει σταθερή αξία σε ένα λιγότερο ευνοϊκό περιβάλλον.


