
Τον κώδωνα του κινδύνου για περαιτέρω πτώση των αμερικανικών μετοχών, εντός του πρώτου εξαμήνου του 2025, έκρουσε η Morgan Stanley, καθώς οι ανησυχίες γύρω από τις προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας, εντείνουν την επιφυλακτικότητα των αναλυτών.
Συγκεκριμένα, ο Μάικλ Γουίλσον της Morgan Stanley έσπευσε να προειδοποιήσει σήμερα (Δευτέρα, 3/10) για περαιτέρω «διολίσθηση» του S&P 500, ο οποίος – όπως προέβλεψε – θα μπορούσε να «πέσει» έως και 5% στις 5.500 μονάδες, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους, λόγω του πλήγματος που θα διαφανεί στα εταιρικά αποτελέσματα από τους δασμούς.
Αν και ο ίδιος εκτιμά ότι ο δείκτης θα ανακάμψει στις 6.500 μονάδες μέχρι το τέλος του έτους, τονίζει ότι «ο δρόμος θα χαρακτηριστεί πιθανόν από μεταβλητότητα, καθώς η αγορά συνεχίζει να περιεργάζεται αυτούς τους κινδύνους για την ανάπτυξη, οι οποίοι θα μπορούσαν να επιδεινωθούν προτού βελτιωθούν».
Μάλιστα, ο Γουίλσον εκτίμησε ότι ο S&P 500 θα μπορούσε να «κατρακυλήσει» έως και 20% μπροστά σε μία πιθανή ύφεση: «Δεν βρισκόμαστε σε εκείνο το σημείο, αλλά τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν γρήγορα», σημείωσε.
Εν τω μεταξύ ο Γουίλσον δεν είναι ο μόνος που «κρατάει μικρό καλάθι», αφού και άλλοι αναλυτές, μεταξύ των οποίων από την JP Morgan όπως και την RBC Capital Markets, εμφανίζονται πιο συγκρατημένοι στις προβλέψεις τους, εν μέσω ανησυχιών ότι οι δασμοί του Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
Μέχρι στιγμής, πάντως, για το 2025 ο S&P 500 καταγράφει απώλειες 2%.
Υποβάθμιση από HSBC για τις αμερικανικές μετοχές και δηλώσεις Τραμπ
Κι ενώ οι ανησυχίες ολοένα και αυξάνονται, η αμερικανική οικονομία έχει ένα ακόμη αρνητικό σημάδι να διαχειριστεί: τις δηλώσεις Τραμπ στο Fox, ο οποίος σιχαίνεται, όπως είπε, να κάνει προβλέψεις και δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο οι δασμοί να προκαλέσουν ύφεση στην οικονομία των ΗΠΑ.
Εν τω μεταξύ, η HSBC υποβάθμισε τις προβλέψεις της για τις αμερικανικές μετοχές, παραπέμποντας στις ανησυχίες γύρω από τους δασμούς, μειώνοντας τη σύσταση σε «neutral».
Την ίδια ώρα, υιοθετεί «bullish» στάση για τις ευρωπαϊκές μετοχές, μετά τη «στροφή» της Γερμανίας αναφορικά με τις πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας για χάρη της άμυνας, αλλά και για την ενίσχυση των κρατικών υποδομών.