Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε μια ιστορική συγκυρία: μετά από μια δεκαετία εξυγίανσης ισολογισμών και αναδιάρθρωσης, παρουσιάζουν πλέον υψηλή κερδοφορία, ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια και σχεδόν μηδενικά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων. Παράλληλα, οι διοικήσεις τους υπόσχονται μεγάλες επιστροφές στους μετόχους, μέσω γενναίων μερισμάτων και επαναγορών ιδίων μετοχών, ενώ επιδίδονται σε αγώνα δρόμου για επενδύσεις και εξαγορές που θα εξασφαλίσουν την επόμενη ημέρα. Αυτό δημιουργεί ένα προφανές δίλημμα: πόσα από τα κέρδη πρέπει να επιστρέφονται στους μετόχους και πόσα πρέπει να επενδυθούν για περαιτέρω ανάπτυξη;
Η στροφή στις υψηλές διανομές
Στη φετινή παρουσία τους στα roadshows της UBS και της Citi στη Νέα Υόρκη, οι ελληνικές τράπεζες προέβαλαν επιθετικά την πολιτική διανομής κερδών ως επενδυτικό story. Η Εθνική Τράπεζα υποσχέθηκε διανομή μερισμάτων πάνω από το 60 % της κερδοφορίας του 2025, αξιοποιώντας την υψηλή ρευστότητά της και τον ισχυρό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Η Τράπεζα Πειραιώς ανακοίνωσε την επίτευξη ιστορικού ρεκόρ νέων δανείων και σκοπεύει να αυξήσει τις διανομές αφού ολοκληρώσει την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής. Η Alpha Bank υλοποιεί πρόγραμμα επαναγοράς ιδίων μετοχών, έχοντας δεσμεύσει το 60 % των διανομών σε buybacks αλλά δέχεται ερωτήματα για το αν η στρατηγική αυτή θα συνεχιστεί καθώς η μετοχή προσεγγίζει την καθαρή λογιστική αξία. Η Eurobank διατηρεί υψηλές μερισματικές αποδόσεις, παράλληλα με εξαγορές, και στοχεύει σε απόδοση ιδίων κεφαλαίων άνω του 15 %.
Οι διανομές αυτές γίνονται σε μια περίοδο που η ζήτηση για δανειοδότηση αυξάνεται. Σύμφωνα με οικονομικά ρεπορτάζ, οι τράπεζες αναμένουν πιστωτική επέκταση 14 δισ. ευρώ για το 2025, με κύρια πηγή το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Οι διοικήσεις προσπαθούν να πείσουν τους επενδυτές ότι μπορούν να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία και ταυτόχρονα να επιστρέφουν μεγάλα ποσά στους μετόχους.
Οι ανησυχίες των αναλυτών
Παρά την αισιοδοξία, η UBS, σε πρόσφατη ανάλυσή της, διατύπωσε σειρά ερωτημάτων προς τις ελληνικές τράπεζες, που αποτυπώνουν τον σκεπτικισμό της αγοράς:
- Πόσο βιώσιμη είναι η πιστωτική επέκταση και τα επιτοκιακά έσοδα; Για παράδειγμα, η Alpha Bank είδε τα επιτοκιακά έσοδα του β΄ τριμήνου να υποχωρούν παρά την αύξηση των δανείων.
- Διανομή μερισμάτων έναντι επαναγορών: με τις μετοχές να πλησιάζουν τη λογιστική αξία, έχει νόημα να συνεχιστούν τα buybacks ή πρέπει να αυξηθεί η μερισματική απόδοση;
- Ποιο είναι το ανώτατο όριο για τις διανομές όταν ήδη έχουν ανακοινωθεί δαπανηρές εξαγορές (Astrobank, Axia, Flexfin από την Alpha, Εθνική Ασφαλιστική από Πειραιώς);
- Μη εξυπηρετούμενα δάνεια: ο δείκτης έχει υποχωρήσει στο 2,9 %, όμως παραμένει ερώτημα πόσο γρήγορα θα κλείσει περαιτέρω το χάσμα με τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Ο οίκος DBRS, διατηρώντας την αξιολόγηση της Ελλάδας στο «ΒΒΒ», επεσήμανε ότι το υψηλό δημόσιο χρέος και το μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών περιορίζουν τις προοπτικές του τραπεζικού συστήματος. Μια ενδεχόμενη επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με την πτώση των επιτοκίων, μπορεί να πιέσει τα έσοδα και να απαιτήσει μεγαλύτερη προσοχή στη διαχείριση κεφαλαίων.
Ο ανταγωνισμός για τις επενδύσεις
Την ίδια στιγμή, το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε φάση συγκέντρωσης και επέκτασης. Η Alpha Bank έχει εξαγοράσει σειρά εταιρειών και συνεργάζεται με την UniCredit, η οποία έχει αυξήσει το μερίδιό της στην τράπεζα με προοπτική να φτάσει ακόμη υψηλότερα. Η Πειραιώς προχωρά στην απόκτηση της Εθνικής Ασφαλιστικής με στόχο να αποκτήσει το καθεστώς «Financial Conglomerate» και να ενισχύσει τα κέρδη της. Η Eurobank εδραιώνει την παρουσία της στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Μετά τη συγχώνευση της Ελληνικής Τράπεζας με την Eurobank Κύπρου, η τράπεζα εξετάζει περαιτέρω εξαγορές σε Βουλγαρία και αναζητά νέες αγορές ακόμη και εκτός Ευρώπης. Η Εθνική Τράπεζα μελετά την είσοδο στον ασφαλιστικό κλάδο μέσω εξαγοράς και επενδύει σε ψηφιακές υποδομές.
Οι παραπάνω κινήσεις απαιτούν σημαντικά κεφάλαια. Το ερώτημα είναι αν οι τράπεζες μπορούν να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τέτοιες επενδύσεις έχοντας δεσμευθεί σε γενναιόδωρες διανομές.
Η σκοπιά των μετόχων και της κοινωνίας
Οι μέτοχοι των τραπεζών, ιδιαίτερα οι θεσμικοί επενδυτές που παρακολουθούν τα roadshows, ενδιαφέρονται πρωτίστως για την απόδοση των επενδύσεών τους. Η υπόσχεση μερισμάτων άνω του 60 % της κερδοφορίας, όπως κάνει η Εθνική, λειτουργεί ως ισχυρό κίνητρο. Ταυτόχρονα όμως, η κοινωνία και η πραγματική οικονομία έχουν διαφορετικές προσδοκίες: περιμένουν από τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν επιχειρήσεις και να στηρίξουν την ανάπτυξη μέσω δανειοδότησης. Με την πιστωτική επέκταση να αναμένεται να φτάσει τα 14 δισ. ευρώ το 2025, οι τράπεζες θα πρέπει να διοχετεύσουν σημαντικά κεφάλαια στη χρηματοδότηση, ειδικά σε τομείς όπως ο τουρισμός και η πράσινη μετάβαση.
Ένα ακόμη ζήτημα είναι η διανομή κερδών προς τους μετόχους σε μια χώρα που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει υψηλό δημόσιο χρέος. Αν οι τράπεζες δίνουν προτεραιότητα σε μερίσματα αντί για επενδύσεις, ενδέχεται να υστερήσουν σε τεχνολογικό μετασχηματισμό και ανταγωνιστικότητα απέναντι σε διεθνείς ομίλους.
Συμπεράσματα
Το δίλημμα μεταξύ μερισμάτων και επενδύσεων είναι έντονο για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στην επιθυμία των μετόχων για άμεση απόδοση και την ανάγκη της οικονομίας για χρηματοδότηση και ανάπτυξη. Οι πρόσφατες κινήσεις τους – η προώθηση μεγάλων διανομών, οι επιθετικές εξαγορές και οι συμμαχίες με ξένες τράπεζες – δείχνουν ότι προσπαθούν να τα κάνουν όλα. Ωστόσο, όπως παρατηρούν αναλυτές, οι απαντήσεις σε ερωτήματα γύρω από τη βιωσιμότητα των επιτοκιακών εσόδων, τη χρήση κεφαλαίων για επαναγορές και την επαρκή κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα κρίνουν τελικά αν το τραπεζικό “παραμύθι” θα έχει αίσιο τέλος. Μέχρι τότε, η συζήτηση παραμένει ανοικτή: πόσο “κοστίζει” πραγματικά η ανάπτυξη και ποιος επωφελείται περισσότερο από τις τρέχουσες πολιτικές διανομής;