Από την αρχαιότητα έως σήμερα, το αλάτι υπήρξε κάτι παραπάνω από ένα απλό καρύκευμα. Στρατηγικό αγαθό, αντικείμενο φορολόγησης και μέσο συναλλαγής που δημιούργησε εμπορικές οδούς που συνέβαλαν στην ανάπτυξη πόλεων και κρατών.
Στην Ελλάδα, η εταιρεία Ελληνικές Αλυκές Α.Ε., που ελέγχεται κατά 80% από την ΕΕΣΥΠ, κατέγραψε το 2024 επιβράδυνση της κερδοφορίας. Οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες περιόρισαν τη ζήτηση, ενώ οι πωλήσεις στη Λέσβο μειώθηκαν αισθητά. Ο κύκλος εργασιών υποχώρησε κατά 20,25% στα 5 εκατ. ευρώ, και τα καθαρά κέρδη μειώθηκαν 35,6% στις 635 χιλ. ευρώ.
Και όλα αυτά εν μέσω σεναρίων ιδιωτικοποίησης. Το Υπερταμείο, που κατέχει σήμερα το 80% των μετοχών, έχει εξετάσει την είσοδο στρατηγικού επενδυτή με ποσοστό 51% ή ακόμη και την πώληση του συνόλου των μετοχών. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2023 απέκτησε το 24,81% που διατηρούσε η Κάλας Α.Ε., ενισχύοντας έτσι τον έλεγχό του. Το υπόλοιπο 20% των μετοχών παραμένει σε δήμους, με πρώτο τον δήμο Μεσολογγίου.
Η Ελληνικές Αλυκές λειτουργεί σήμερα οκτώ αλυκές με ετήσιο μίσθωμα ίσο με το 3% της αξίας του παραγόμενου αλατιού. Το 2024 το σχετικό κόστος περιορίστηκε στα 139,6 χιλ. ευρώ από 173,7 χιλ. το 2023, ενώ οι πρόσθετες δαπάνες μισθώσεων κτηρίων διαμορφώθηκαν σε 13,7 χιλ. ευρώ. Η μείωση του προσωπικού από 25 σε 21 εργαζομένους δείχνει διάθεση αναδιάρθρωσης κόστους.
Η διοίκηση τονίζει ότι η παραγωγή παραμένει ευαίσθητη σε εποχικούς και εξωγενείς παράγοντες. Τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, οι αυξήσεις στις τιμές των εισαγόμενων πρώτων υλών, η γεωπολιτική αστάθεια και το ενεργειακό κόστος συνθέτουν ένα περιβάλλον αβεβαιότητας για το 2025.
Στον αντίποδα, η εταιρεία βλέπει θετικές προοπτικές από την αναγνώριση της Αφρίνας ως προϊόντος ΠΓΕ, την διεύρυνση του πελατολογίου και τη συνεχιζόμενη εξυγίανση του εμπορικού χαρτοφυλακίου.
Το αποτύπωμα του ελληνικού αλατιού στην παγκόσμια αγορά είναι σταγόνα στον ωκεανό, αφού η εκτιμώμενη αξία άγγιξε πέρυσι τα 26 δισ. δολ. και οι προβλέψεις είναι να αγγίξει τα 36 δισ. δολ. έως το 2032, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 4%.
Η συνολική παραγωγή υπερβαίνει τους 300 εκατομμύρια τόνους ετησίως, με την πλειονότητα να κατευθύνεται όχι στη διατροφή αλλά στη χημική βιομηχανία. κυρίως για την παραγωγή χλωρίου και καυστικής σόδας, καθώς και σε χρήσεις όπως ο αποχιονισμός και η επεξεργασία νερού. Η Ασία κυριαρχεί, καλύπτοντας σχεδόν το μισό της παγκόσμιας ζήτησης, με την Κίνα και την Ινδία να λειτουργούν ως οι μεγάλοι όγκοι παραγωγής.
Η Ευρώπη, αν και μικρότερη σε κλίμακα, διατηρεί καίριο ρόλο τόσο στην παραγωγή όσο και στις εξαγωγές. Η ήπειρος διαθέτει περίπου 150 παραγωγικές εγκαταστάσεις, με ετήσια δυναμικότητα κοντά στους 77 εκατ. τόνους και κύκλο εργασιών περί τα 3,9 δισ. ευρώ. Οι εξαγωγές της αντιστοιχούν σχεδόν στο 47% της παγκόσμιας αξίας εξαγωγών, στοιχείο που την κατατάσσει ως τον ισχυρότερο εξαγωγέα αλατιού διεθνώς.
Στον πυρήνα αυτής της ισχύος βρίσκονται χώρες όπως οι Κάτω Χώρες και η Γερμανία, ενώ στην Μεσόγειο το αποτύπωμα είναι περισσότερο ποιοτικό, παρά ποσοτικό. Η Ισπανία ηγείται της μεσογειακής παραγωγής θαλασσινού αλατιού με περίπου 1 εκατ. τόνους ετησίως, τροφοδοτώντας βιομηχανίες στη Βόρεια Ευρώπη.
Η Γαλλία έχει χτίσει διεθνές brand γύρω από τη fleur de sel, τοποθετώντας την στην αγορά ως premium προϊόν υψηλής γαστρονομίας. Η Ιταλία βασίζεται περισσότερο σε niche προϊόντα, με τις αλυκές της Σικελίας ενώ η Ελλάδα, με μικρότερη παραγωγική κλίμακα, επιχειρεί να διαφοροποιηθεί με την Αφρίνα και με πιστοποιήσεις Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης.