Του Κώστα Ράπτη
Ο Εμανουέλ Μακρόν θέλει να είναι οι Ευρωπαίοι σε θέση να γράφουν οι ίδιοι την ιστορία τους – και να μην παρακολουθούν την ιστορία όπως αυτή γράφεται “από τους πολέμους του Βλαντίμιρ Πούτιν, τις αμερικανικές εκλογές ή τις επιλογές των Κινέζων σε τεχνολογικό και εμπορικό επίπεδο”, σύμφωνα με όσα δήλωσε στη Βουδαπέστη, όπου και διεξήχθη η σύνοδος της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας, στη σκιά της καθαρής εκλογικής νίκης του Ντόναλντ Τραμπ.
Είναι βέβαια παράδοξο να τίθεται τώρα ως στόχος, κάτι το οποίο υποτίθεται ότι αποτελούσε την θεμελιώδη φιλοδοξία της ευρωπαϊκής ενοποίησης τα τελευταία εξήντα χρόνια. Αλλά είναι και αποκαλυπτικό της ιστορικής πραγματικότητας: πέρα από τα όποια όνειρα του γκωλισμού κατά το παρελθόν, η οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης δεν υπήρξε όχημα κάποιας “χειραφέτησης” από την μεταπολεμική υπερατλαντική κηδεμονία, αλλά συμπληρωματικό της στοιχείο. Δεν είναι τώρα η Ευρώπη που αλλάζει προσανατολισμό, αλλά η Ουάσιγκτον που αλλάζει διαθέσεις.
Οι διαθέσεις αυτές δεν είναι “απομονωτικές”, όπως λέγεται συχνά – και παραπλανητικά. Αλλά έχουν εντονότερο το στοιχείο της εθνικής ιδιοτέλειας και του ξαναγραψίματος των κανόνων, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας αντιστροφής της σχετικής αποδυνάμωσης των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα.
Όντας υποκειμενικά και αντικειμενικά απροετοίμαστοι για μία τέτοια εξέλιξη, οι Ευρωπαίοι ηγέτες “τρέχουν” να προλάβουν τον Τραμπ, έχοντας μόλις ανακαλύψει ότι ο “τραμπισμός” δεν είναι παροδικό φαινόμενο, αλλά κάτι που “ήρθε για να μείνει”. Εξ ού και οι μετεκλογικές τους αντιδράσεις εξελίσσονται σε κάποιου είδους “καλλιστεία” για να αποσπάσουν την προσοχή του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου (με την Τζόρτζια Μελόνι και τον Βίκτορ Όρμπαν να έχουν σαφές πλεονέκτημα επ’ αυτού) και όχι στη σύμπηξη κάποιου ενιαίου μετώπου για την αντιμετώπισή του.
Πόσω μάλλον που η συγκεκριμένη περίοδος μεταβίβασης της σκυτάλης της εξουσίας στη Ουάσιγκτον συμπίπτει με το κενό που δημιούργησε η κυβερνητική κρίση στην Γερμανία και δεν πρόκειται να καλυφθεί πριν από την παρέλευση αρκετών μηνών.
Η πρόκληση Τραμπ είναι διπλή. Αφορά καταρχάς τις γνωστές απόψεις του Ρεπουμπλικανού μεγιστάνα για το ζήτημα της ασφάλειας: οι “τζαμπατζήδες” (freeriders) σύμμαχοι θα πρέπει να καταβάλλουν περισσότερα για την κοινή άμυνα, νοούμενη προφανώς ως παραγγελίες για την αμερικανική εξοπλιστική βιομηχανία, ενώ επιπλέον θα πρέπει να είναι σε θέση να επωμισθούν μεγαλύτερες ευθύνες, οικονομικές και επιχειρησιακές, για την Ουκρανία, που αποτελεί ένα μέτωπο της δικής τους ηπείρου.
Κατά δεύτερον, ο Τραμπ προαναγγέλλει την οριζόντια επιβολή δασμών της τάξεως του 10% έως 20% στις εισαγωγές στις ΗΠΑ (ενώ ήδη ο νόμος περιστολής του πληθωρισμού του Μπάιντεν έχει αποτυπωμένα αποτελέσματα στην προσέλκυση μεταποιητικών δραστηριοτήτων από την Ευρώπη).
Ευρύτερα, η ροπή του Τραμπ προς τους αιφνιδιασμούς και την ασάφεια (ή τους αυτοσχεδιασμούς και το στρατηγικό κενό, όπως θα το έθεταν οι αντίπαλοί του), καθώς και τις διμερείς αντί για πολυμερείς διαπραγματεύσεις δημιουργεί στους Ευρωπαίους εταίρους μεγάλη δυσκολία προσανατολισμού σε όλη τη γκάμα των πολιτικών.
Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν πρότεινε από τη Βουδαπέστη να αυξηθούν οι ευρωπαϊκές εισαγωγές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου ως δέλεαρ προς τον Τραμπ να μην κινητοποιήσει πόλεμο δασμών με την Ευρώπη.
Αλλά το κύριο “θύμα” είναι η χώρα του Όλαφ Σολτς. Η Γερμανία ζούσε στον καλύτερο των δυνατών κόσμων: διέθετε αμερικανική αμυντική ομπρέλα, ρωσική φθηνή ενέργεια, κινεζικές εξαγωγικές αγορές και μία ευρωζώνη αρκούντως ασύμμετρα δομημένη, ώστε να μη συνεπάγεται δημοσιονομικές μεταβιβάσεις. Τώρα που η φθηνή ενέργεια εξέλιπε, που η άμυνα θέτει πρωτοφανείς προκλήσεις και που οι εμπορικοί πόλεμοι κινδυνεύουν να περιορίσουν την πρόσβαση στην κινεζική αγορά, μόνο η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο. Όμως αυτό προσκρούει σε “υπαρξιακές” αντιφάσεις του Βερολίνου.
Μιώντας στη Βουδαπέστη, ο άλλοτε πρόεδρος της ΕΚΤ και νυν εισηγητής της έκθεση για την αναστήλωση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας Μάριο Ντράγκι ήταν σαφής: “Ο Τραμπ θα δώσει μεγάλη ώθηση στους καινοτόμους τομείς, ενώ θα προστατέψει και τις παραδοσιακές βιομηχανίες, οι οποίες είναι ακριβώς οι τομείς στους οποίους εξάγουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θα πρέπει να διαπραγματευθούμε με τον Αμερικανό σύμμαχο, με ομοψυχία, ώστε να προστατευθούν και οι Ευρωπαίοι παραγωγοί μας”. Το τι μπορεί να εμποδίζει την ομοψυχία το υπαινίχθηκε επίσης καθαρά: “Μπορεί να ξοδέψει, κανείς το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα”, όπως απαιτούν οι ΗΠΑ, “σεβόμενος το Σύμφωνο Σταθερότητας; Θα πρέπει να ληφθεί μια σειρά αποφάσεων”.
Η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι υπενθύμισε ότι πολλά από αυτά που πιέζουν τους Ευρωπαίους ήταν πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Μπάιντεν. “Υπενθυμίζω” είπε “ότι η όλη συζήτηση για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα άρχισε πριν από μήνες, την επομένη της έγκρισης στην Αμερική της νομοθεσίας για την μείωση του πληθωρισμού. Αν θέλαμε να τα πούμε όλα με μια μόνον φράση, η οποία θυμίζει τους Αμερικανούς προέδρους, θα έλεγα: μην διερωτάσαι τι μπορούν να κάνουν για σένα οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά τι μπορεί να κάνει η Ευρώπη για τον εαυτό της”.
Η πικρή αλήθεια όμως είναι ότι ούτε οι “27” έχουν αντικειμενικά την δυνατότητα να απογαλακτισθούν, ούτε η Ουάσιγκτον, ακόμη και επί Τραμπ, σκοπεύει να τους χειραφετήσει – λ.χ. εγκαταλείποντας το ΝΑΤΟ. Απλώς θα υπενθυμίσει, με τα λόγια του Χένρι Κίσσινγκερ, ότι ενίοτε είναι σκληρότερο να είσαι φίλος των ΗΠΑ παρά αντίπαλός τους.