Του Κώστα Ράπτη
Πενία τέχνας κατεργάζεται. Και η ιδιόμορφη διεθνής θέση στην οποία έχει βρεθεί η Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία την οδηγεί σε συμπράξεις με παίκτες τους οποίους η ίδια θα απέφευγε σε καλύτερους καιρούς.
Όμως η προηγούμενη κανονικότητα δεν υπάρχει πια – και συνεπώς η έννοια του “διεθνούς παρία” έχει και αυτή χάσει το νόημά της.
Τίποτε δεν το εικονογραφεί αυτό καλύτερα από την προθυμία της Μόσχας να προωθήσει ακόμη και στο στρατιωτικό επίπεδο τις σχέσεις της με την Πιονγκγιάνγκ, η οποία αποτελεί εμβληματική περίπτωση διεθνούς (αυτο)απομόνωσης και έχει καταστεί, μετά την έναρξη των πυρηνικών της δοκιμών, αντικείμενο κυρώσεων του ΟΗΕ, τις οποίες και η Ρωσία έχει υπερψηφίσει και επικυρώσει εγχωρίως με προεδρικά διατάγματα. Ήταν λογικό για μία χώρα η οποία ανήκει στο ολιγοπώλιο των αναγνωρισμένων πυρηνικών δυνάμεων, εμφανίζεται ως θιασώτης του διεθνούς δικαίου, αλλά και συνορεύει με τη Βόρειο Κορέα, να υιοθετεί τη συγκεκριμένη στάση.
Όμως η εποχή αυτή μοιάζει πολύ μακρινή. Οι ηγέτες της Ρωσίας και της Βόρειας Κορέας όχι μόνο έχουν συναντηθεί δύο φορές (τον Σεπτέμβριο του 2023 στο ρωσικό κοσμοδρόμιο του Βοστότσνι και τον περασμένο Ιούνιο στην Πιονγκγιανγκ), αλλά και συνυπέγραψαν συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας, καρπός της οποίας είναι και η πολυσυζητημένη αυτές τις μέρες ανάπτυξη χιλιάδων Βορειοκορεατών στρατιωτών στη ρωσική επικράτεια για εκπαίδευση, με πιθανή και τη μελλοντική εμπλοκή τους στο μέτωπο της Ουκρανίας.
Η Ρωσία ισχυρίζεται ότι οι σχέσεις της με τη Βόρειο Κορέα ακόμη και στο στρατιωτικό πεδίο παραδόξως πως δεν παραβιάζουν το καθεστώς κυρώσεων που φέρει και τη ρωσική υπογραφή. Ο δε Πούτιν, χωρίς να διαψεύδει την παρουσία Βορειοκορεατών στρατιωτών στη χώρα του, δηλώνει ότι κάθε σχετική κίνηση είναι ζήτημα εθνικής κυριαρχίας της χώρας του, για την οποία δεν χρειάζεται να δίνει εξηγήσεις.
(Το διπλωματικό τέχνασμα της Ρωσίας έγκειται στο να παρουσιάζει ως καθαρά εσωτερική της υπόθεση την όποια ανάπτυξη βορειοκορεατικών στρατευμάτων στον βαθμό που αυτή θα αφορά αποκλειστικά τη ρωσική επικράτεια, λ.χ. την περιοχή του Κουρσκ, αλλά και τις τέσσερις ουκρανικές επαρχίες που έχουν προσαρτηθεί από το 2022).
Ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας Σεργκέι Λαβρόφ είναι πιο γλαφυρός. Υποδεχόμενος σήμερα τη Βορειοκορεάτισσα ομόλογό του Τσόε Σον Χούι, δήλωσε ότι οι “πολύ στενές σχέσεις μεταξύ των στρατών και των υπηρεσιών ασφαλείας των δύο χωρών” επιτρέπει “να επιλυθούν σοβαρά ζητήματα για την ασφάλεια των πολιτών” αμφοτέρων και ευχαρίστησε την Πιονγκγιάνγκ για την “ηθική στάση” της στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Από την πλευρά της, η Τσόε διαβεβαίωσε ότι η χώρα της παραμένει σταθερά “στο πλευρό των Ρώσων συντρόφων έως την ημέρα της νίκης” η οποία εκτίμησε ότι αναμφίβολα θα επιτευχθεί υπό την “σοφή ηγεσία του προέδρου Πούτιν”.
Επιπλέον, κατηγόρησε τις ΗΠΑ και τη Νότια Κορέα ότι σχεδιάζουν πυρηνικό χτύπημα κατά της χώρας της και τόνισε τον Λαβρόφ ότι η Βόρεια Κορέα χρειάζεται να ενισχύσει το πυρηνικό της οπλοστάσιο και να τελειοποιήσει την ετοιμότητά της να προχωρήσει σε πυρηνικό πλήγμα ως αντίποινα, εάν κριθεί απαραίτητο. Αυτά ενώπιον της ηγεσίας μίας χώρας, η οποία δηλώνει υπέρμαχος της μη εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων.
Όπως καταλαβαίνουμε και από τη χρησιμοποιούμενη ρητορική το επίπεδο των σχέσεων έχει αναχθεί πέρα από το επίπεδο της συμφωνίας φιλίας που υπέγραψε ο Πούτιν το έτος 2000 στην Πιονγκγιάνγκ, καθ’οδόν προς την πρώτη του συμμετοχή σε σύνοδο της G8, και θυμίζει περισσότερο τη συμφωνία Σοβιετικής Ένωσης και Βόρειας Κορέας μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου.
Η σκοπιμότητα αυτής της προσέγγισης έγκειται, κατά τους ιθύνοντες και τα μέσα ενημέρωσης της Δύσης, στην ανάγκη της Ρωσίας να καλύψει ελλείψεις της σε προσωπικό και εξοπλισμό στο ουκρανικό μέτωπο. Αλλά η πραγματικότητα περισσότερο έχει να κάνει με τον βαρύ συμβολισμό της άρσης της απομόνωσης της Πιονγκγιανγκ και της ίδιας της εμφάνισης βορειοκορεατικών στρατευμάτων σε ευρωπαϊκό έδαφος. Επιπλέον η συνεργασία με τη Βόρειο Κορέα αποτελεί μήνυμα προς τις σύμμαχες των ΗΠΑ χώρες της Άπω Ανατολής (Ιαπωνία, Νότιο Κορέα) σε ό,τι αφορά τυχόν κινήσεις “περικύκλωσης” της Ρωσίας από τα ανατολικά. Είναι επίσης και μία χειρονομία εξισορρόπησης της εξάρτησης από την Κίνα, η οποία μέχρι τώρα αποτελούσε το μοναδικό “παράθυρο” της Βόρειας Κορέας στον έξω κόσμο.
Αυτό εξηγεί και τη φαινομενικώς παράλογη αντίδραση της Νότιας Κορέας να σημαίνει τον συναγερμό για την… απομάκρυνση ενός αριθμού Βορειοκορεατών στρατιωτών από τα κοινά σύνορα, τα πλέον οχυρωμένα σε όλο τον κόσμο.
Σε κάθε περίπτωση, η στροφή της Ρωσίας προς τη Βόρειο Κορέα δεν αποτελεί μοναδική περίπτωση. Η κλιμάκωση της συνεργασίας με το Ιράν και η σχετική δεκτικότητα προς το καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν δείχνει ότι ο οποιοσδήποτε εχθρός του (δυτικού) εχθρού είναι πλέον εξ ορισμού φίλος της Μόσχας.