Στη «θάλασσα» των ειδών προσωπικής φροντίδας και οικιακής χρήσης που αποτιμάται στα 600 εκατ. ευρώ στην ελληνική αγορά βουτάει η Παπουτσάνης εκτιμώντας πως οι κινήσεις της έως το 2028 θα τις προσφέρουν διπλασιασμό μεγέθους σε τζίρο και σε μερίδιο (στο 6% από 3,5% στο τέλος του 2024).
Η διοίκηση της εταιρείας στο περιθώριο της τακτικής Γ.Σ. των μετόχων της αναφέρθηκε στους στρατηγικούς στόχους που αφορούν όλους τους πυλώνες ανάπτυξης– από τα ίδια σήματα έως την παραγωγή για τρίτους και για την ξενοδοχειακή αγορά- αλλά και για τις δυσμενείς συνθήκες των ευρωπαϊκών οδηγιών, που αναμένεται να επηρεάσουν σοβαρά το κόστος παραγωγής καλλυντικών και απορρυπαντικών.
Η διοίκηση της εταιρείας επανέλαβε πως σε επίπεδο κύκλου εργασιών θα εμφανίσει το 2025 διψήφια αύξηση πωλήσεων, καθώς αυξάνει η παρουσία των own brands στο ράφι των σούπερ μάρκετ, αλλά και γιατί έχει υποκαταστήσει συμβόλαια με ξένους πολυεθνικούς παίκτες για την φασόν παραγωγή.
Υπενθυμίζεται πως η εταιρεία εξάγει το 55% της παραγωγής –με την Ευρώπη να αποτελεί το μεγαλύτερο πελάτη, ωστόσο έχει πωλήσεις 9% στις ΗΠΑ, με τον CEO της εταιρείας κ. Μ. Τασόπουλο να αναφέρει πω η επίπτωση στις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, προς το παρόν δεν έχουν μειώσει τις παραγγελίες.
Η εταιρεία έχει προυπολογίσει επίσης CAPEX για φέτος της τάξης των 4,5-5 εκατ.ευρώ, χωρίς σ’αυτό να συνυπολογίζεται η πιθανότητα νέων εξαγορών. Σύμφωνα με τον κ.Τασόπουλο οι στόχοι είναι μικρά αλλά αναγνωρίσιμα ελληνικά brands στις κατηγορίες προσωπικής φροντίδας και οικιακής χρήσης αλλά και μικρές μονάδες παραγωγής στην Ευρώπη, που θα υποβοηθήσουν την εξαγωγική δραστηριότητα και θα μειώσουν το κόστος της μητρικής.
Σε επίπεδο οικονομικών επιδόσεων σημειώθηκε εμφατικά πως το αποτέλεσμα πωλήσεων του α΄ τριμήνου του 2025 (+21%) δεν είναι συγκρίσιμο με το αντίστοιχο περυσινό καθώς οι παρεμβάσεις του ΥΠΑΝ (σ.σ. για προσφορές και εκπτώσεις στο λιανεμπόριο), έφερε άμεση μείωση τιμών κατά 15%.
Από την άλλη, στο μείγμα πωλήσεων της Παπουτσάνης το μερίδιο στην εγχώρια αγορά μέσω δικών της brands διαμορφώθηκε στο 30% από 27% το 2023.