Οι κρίσιμες επαφές για τα ελληνοτουρκικά στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στην ολλανδική πόλη στα τέλη Ιουνίου. Στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, που θα πραγματοποιηθεί στη Χάγη στις 24 και 25 Ιουνίου, αναμένεται το επόμενο σημαντικό ραντεβού για τα ελληνοτουρκικά. Σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες, στην ολλανδική πόλη θα γίνει και η επόμενη συνάντηση ανάμεσα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Των Π. ΓΑΛΙΑΤΣΑΤΟΥ, ΕΥ. ΑΡΕΤΑΙΟΥ – ΠΗΓΗ: Realnews
Θα είναι η πρώτη έπειτα από εννέα μήνες, καθώς οι δύο ηγέτες συνομίλησαν κατ’ ιδίαν τον Σεπτέμβριο του 2024, όταν συναντήθηκαν στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
Ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, επιβεβαίωσε την Παρασκευή, σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό Open, ότι επίκειται συνάντηση. «Τον Ιούνιο θα συμπέσουν οι δύο ηγέτες στο πλαίσιο της διάσκεψης του ΝΑΤΟ που θα γίνει στη Χάγη. Είναι πιθανό να έχουν κάποια μικρή συνάντηση. Δεν έχει οργανωθεί οτιδήποτε ακόμα. Είναι πρώιμο», είπε ο υπουργός Εξωτερικών.
Διπλωματικές πηγές, ωστόσο, θεωρούσαν δεδομένο ότι η συνάντηση θα γίνει και μάλιστα στη γνωστή σύνθεση (Μητσοτάκης, Ερντογάν, υπουργοί Εξωτερικών, διπλωματικοί σύμβουλοι) όλων των προηγούμενων συναντήσεων από το Βίλνιους και μετά. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά έμπειρος διπλωμάτης, από το Βίλνιους και ύστερα οι δύο ηγέτες συνομιλούν σε κάθε Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ και, αν αυτό δεν συμβεί στη Χάγη, θα πρόκειται για μια σοβαρή δημόσια υπαναχώρηση στη διαδικασία του ελληνοτουρκικού διαλόγου.
Βαρύ κλίμα
Βεβαίως, το κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει επιβαρυνθεί αρκετά σε σχέση με το καλοκαίρι του 2024. Το περιστατικό της Κάσσου και η αντίδραση της Τουρκίας στην ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης – Κύπρου έριξε βαριά σκιά στις διμερείς σχέσεις και ήταν στην πραγματικότητα ο κύριος λόγος για τις συνεχείς αναβολές της σύγκλησης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ) που είχε προγραμματιστεί για τον Ιανουάριο. Οι Τούρκοι ενοχλήθηκαν τόσο από την προσπάθεια της Ελλάδας να βάλει δικλείδες ασφαλείας σε μια ενδεχόμενη συμμετοχή της Τουρκίας στον μηχανισμό SAFE όσο και από τις ανακοινώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού για τη δημιουργία των θαλάσσιων πάρκων.
Θεωρείται πολύ πιθανό και τα δύο αυτά ζητήματα να βρεθούν ψηλά στην ατζέντα της συνάντησης, ενώ από την πλευρά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ανακοινώσει ότι προτίθεται να θέσει στον Ερντογάν το θέμα του casus belli. Αν και η ατζέντα προσφέρεται για τριβές, διπλωματικοί κύκλοι θεωρούν ότι και οι δύο ηγέτες θα θελήσουν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι το διμερές κλίμα παραμένει καλό. Η Άγκυρα, άλλωστε, έχει αυτή τη στιγμή άλλες προτεραιότητες, καθώς επιδιώκει να επισκεφθεί ο Ερντογάν την Ουάσιγκτον και να συναντηθεί με τον Αμερικανό Πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, ενώ η Αθήνα πρέπει να δώσει λύση στο πρόβλημα της Μονής του Σινά και να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τις δύο κυβερνήσεις στη Λιβύη. Η σημαντικότερη εκκρεμότητα που έχουν να διευθετήσουν οι δύο ηγέτες είναι να οριστικοποιήσουν αν και πότε θα διεξαχθεί η επόμενη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας. Οι συναντήσεις που έγιναν άλλωστε στην Άγκυρα, στο πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου ανάμεσα στην υφυπουργό Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και τον ομόλογό της Μεμέτ Κεμάλ Μποζάι (την περασμένη Πέμπτη), αλλά και της θετικής ατζέντας ανάμεσα στον υφυπουργό Τάσο Χατζηβασιλείου και τον Μποζάι (την περασμένη Παρασκευή) είχαν ως κοινή συνισταμένη την προετοιμασία του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας.
Μάλιστα δόθηκε έμφαση σε θέματα που επανειλημμένα έχουν συζητηθεί, όπως η συνεργασία για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών και της παράνομης μετανάστευσης, ενώ συζητήθηκαν προς υπογραφή συμφωνίες που αφορούν τον τουρισμό, το εμπόριο, τις μεταφορές και την καινοτομία που είχαν προπαρασκευαστικό χαρακτήρα ενόψει του ΑΣΣ. Το αν και το πότε θα συγκληθεί πάντως το Συμβούλιο θα το αποφασίσουν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Ερντογάν. Όπως δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών, Γ. Γεραπετρίτης, «το Ανώτατο Συμβούλιο θα οργανωθεί σε χρόνο στον οποίο θα επιλέξουν οι δύο ηγέτες». Αυτή η απόφαση είναι πιθανόν να ληφθεί στη Χάγη και το ΑΣΣ να γίνει έως το τέλος Ιουλίου, όπως διέρρεαν το προηγούμενο διάστημα κυβερνητικά στελέχη. Διπλωματικοί κύκλοι χαρακτήριζαν πάντως αυτό το σενάριο ως το λιγότερο πιθανό, παρά το γεγονός ότι και οι δύο πλευρές θέλουν να δείξουν ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος συνεχίζεται κανονικά.
Όπως επεσήμαιναν οι ίδιοι κύκλοι, είναι πιθανότερο να οριστεί το ΑΣΣ για αργότερα, ενώ υπάρχει και το ενδεχόμενο οι σχετικές αποφάσεις να μετατεθούν για τον Σεπτέμβριο, όταν οι δύο ηγέτες είναι πιθανόν να έχουν και νέα συνάντηση, αυτή τη φορά στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Αλλωστε, όσο επί του πεδίου συνεχίζεται η ηρεμία και δεν ενοχλούνται ο τουρισμός και η οικονομική συνεργασία των δύο χωρών, δεν υπάρχει, όπως λένε οι ίδιες πηγές, λόγος επίσπευσης. Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, θεωρείται δεδομένο πως στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ θα υπάρξει συνάντηση του Γ. Γεραπετρίτη με τον Χακάν Φιντάν για τον προγραμματισμό των επόμενων βημάτων στα ελληνοτουρκικά μέσα στο καλοκαίρι. Οι δύο υπουργοί αναμένεται να συζητήσουν και για το Κυπριακό, ενόψει της άτυπης πενταμερούς που θα γίνει τον Ιούλιο στη Γενεύη. Αποτελέσματα δεν περιμένει κανείς, πάντως, έως το φθινόπωρο, οπότε και θα ξεκαθαρίσει το τοπίο με τις εκλογές στα κατεχόμενα και θα διαφανεί αν η Αγκυρα συνεχίζει να στηρίζει τον Ερσίν Τατάρ.
Ανοίγουν νέα κερκόπορτα στον Ερντογάν
Η Κομισιόν, με τη νέα ευρωπαϊκή στρατηγική της για τη Μαύρη Θάλασσα, αναγορεύει σε εταίρο την Τουρκία, καθώς σκοπεύει να την αναδείξει ως πολύ σημαντικό παράγοντα στις θαλάσσιες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παράλληλα με την ευρωπαϊκή άμυνα, η Ε.Ε. επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με την Τουρκία μέσω μιας φιλόδοξης ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη Μαύρη Θάλασσα και ενδεχομένως αργότερα και για τη Μεσόγειο. Όμως, πίσω από τη ρητορική περί «συμπερίληψης» διαφαίνεται μια επικίνδυνη διολίσθηση: η κανονικοποίηση της αυταρχικής Τουρκίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως απαραίτητου γεωπολιτικού εταίρου και η δυνάμει παράκαμψη των ανησυχιών της Αθήνας και της Λευκωσίας.
Με τη νέα ευρωπαϊκή στρατηγική της για τη Μαύρη Θάλασσα, η Κομισιόν ανοίγει την πόρτα σε μια νέα «επιχειρησιακή» συνεργασία με την Τουρκία του Ερντογάν, καθώς σκοπεύει να αναδείξει την Άγκυρα ως πολύ σημαντικό παράγοντα στις θαλάσσιες πολιτικές της Ένωσης. Και όλα αυτά, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της αντιπαράθεσης Ε.Ε. – Ρωσίας και στην προσπάθεια της Ευρώπης να βρει αναχώματα -και στη Μαύρη Θάλασσα- απέναντι στη Μόσχα.
Η ευρωπαϊκή στρατηγική για τη Μαύρη Θάλασσα, παρότι περιλαμβάνει αναφορές για «σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου», «δικαιώματα των κρατών-μελών» και Δίκαιο της Θάλασσας, εγείρει σοβαρά ερωτήματα: πού τελειώνει ο ρεαλισμός της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης και πού αρχίζει η συνενοχή; Ποιο μήνυμα στέλνει η Ε.Ε. σε κράτη όπως η Ελλάδα και η Κύπρος όταν αναγορεύει την Άγκυρα σε εταίρο σταθερότητας, την ώρα που η ίδια υπονομεύει διαρκώς τη δική τους κυριαρχία;
«Βασικός περιφερειακός δρων»
Όπως διατυπώνεται στις σχετικές ανακοινώσεις της, η Ένωση αναγνωρίζει την Τουρκία ως «βασικό περιφερειακό δρώντα» για την ενεργειακή ασφάλεια, τη θαλάσσια παρακολούθηση και την πράσινη μετάβαση. Σε θεωρητικό επίπεδο, αυτή η προσέγγιση έχει βάση, καθώς η Τουρκία ελέγχει τα Στενά, συνορεύει με τη Ρωσία, φιλοξενεί αγωγούς και έχει αναβαθμίσει τις ναυτικές δυνατότητές της.
Ωστόσο, όπως σημειώνουν Ευρωπαίοι αναλυτές, η πολιτική της επί του πρακτέου δείχνει το ακριβώς αντίθετο. Η Άγκυρα τηρεί αμφίθυμη στάση στον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας, διατηρεί συνεργασίες με τη Μόσχα, ενώ ταυτόχρονα μπλοκάρει, τροποποιεί και χειραγωγεί τις ναυτικές συμφωνίες με αυθαίρετες ερμηνείες της Σύμβασης του Μοντρέ (1936) για το καθεστώς των Στενών, ώστε να ικανοποιήσει τις δικές της επιδιώξεις.
Όπως σχολιάζουν ακόμη και Τούρκοι αναλυτές «η Τουρκία δεν λειτουργεί ως εγγυητής σταθερότητας, αλλά ως χειριστής ροών και κρίσεων προκειμένου να διαπραγματεύεται καλύτερα με Ανατολή και Δύση». Η Ε.Ε. φαίνεται να κλείνει τα μάτια σε αυτή τη διάσταση και να υιοθετεί ένα πλαίσιο «μηχανικής ισορροπίας», όπου η Τουρκία αναγορεύεται σε εταίρο εκ των πραγμάτων -έστω και δυνάμει ή με προϋποθέσεις- ανεξαρτήτως πολιτικής αξιοπιστίας.
Πρόκειται για μια αποδοχή τετελεσμένων που, σε βάθος χρόνου, ενδέχεται να αποδυναμώσει την ίδια την έννοια της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας. Την ίδια ώρα, σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες, στους κόλπους της Ε.Ε. διαμορφώνεται η άποψη ότι θα πρέπει να αναγνωριστεί ανάλογος ρόλος για την Τουρκία και όσον αφορά τη Μεσόγειο, με στόχο να ενταχθεί σε σχήματα συνεργασίας για τη θαλάσσια ασφάλεια, τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και την προστασία του περιβάλλοντος.
Η Τουρκία παραμένει έτσι ένας de facto συνομιλητής της Ε.Ε., από την άμυνα μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο, χωρίς να υπάρχει βεβαιότητα ότι η Ένωση θα λάβει τελικά υπ’ όψιν της την αυταρχική παρέκκλιση της Άγκυρας και τη συνεχή αγνόηση εκ μέρους της των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου.
Έτσι, ενώ η Ε.Ε. διακηρύσσει πίστη στο Διεθνές Δίκαιο και στα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών-μελών, την ίδια στιγμή καλλιεργεί σχέσεις επιχειρησιακής συνεργασίας με ένα κράτος που τα παραβιάζει ευθέως. Το δόγμα του «πραγματισμού» της Ε.Ε. προκαλεί εύλογα ερωτήματα. Όπως σημειώνουν αναλυτές με τους οποίους συνομιλεί η Realnews, «αντί για κίνητρα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, η Άγκυρα επιβραβεύεται για την περιφερειακή της ικανότητα εκβιασμού: στους μετανάστες, στην ενέργεια, στο εμπόριο όπλων και στη διαχείριση κρίσεων».
Η πόρτα που ανοίγει στην Άγκυρα η Ε.Ε. για ενδεχόμενη χρηματοδότηση μέσω του ευρωπαϊκού μηχανισμού NDICI – Global Europe αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας Τουρκίας ενσωματωμένης τεχνικά, αλλά απαλλαγμένης από πολιτικές υποχρεώσεις, παρόλο που στις Βρυξέλλες υποστηρίζουν ότι η όποια χρηματοδότηση θα είναι με προϋποθέσεις. Είναι μια Τουρκία-εργολάβος στα σύνορα, μια Τουρκία-αγωγός, όχι μια χώρα που καλείται να τηρήσει τους κανόνες μιας ευρωπαϊκής οικογένειας, υποστηρίζουν Ευρωπαίοι αναλυτές και προειδοποιούν ότι η στρατηγική αυτή ενέχει κινδύνους: αν δεν υπάρχουν σαφείς πολιτικές κόκκινες γραμμές, η Ε.Ε. διακινδυνεύει να γίνει όμηρος της τουρκικής μεταβλητότητας και να εκπέμψει μήνυμα ατιμωρησίας για κάθε αυταρχική δύναμη.
Η ανοχή της Ένωσης στέλνει ένα σαφές μήνυμα: τα γεωπολιτικά συμφέροντα προηγούνται των θεσμικών αξιών. Και αυτό δεν πλήττει μόνο την εικόνα της, αλλά αποδυναμώνει και τη θέση των κρατών-μελών που έχουν επενδύσει στη νομιμότητα ως θεμέλιο εξωτερικής πολιτικής. Ανοίγοντας τις ευρωπαϊκές πόρτες της Μαύρης Θάλασσας και ενδεχομένως και της Μεσογείου στην Τουρκία, χωρίς σαφείς μηχανισμούς λογοδοσίας, χωρίς σταθερές δεσμεύσεις της Άγκυρας σε ζητήματα Δικαίου και ανθρώπινων δικαιωμάτων, χωρίς εγγυήσεις για τα κυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας και Κύπρου, η στρατηγική αυτή κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα ακόμη επεισόδιο ευρωπαϊκής αυταπάτης.
Διαβάστε εδώ, εδώ κιεδώ το δημοσίευμα της Realnews