Του Νίκου Κωτσικόπουλου
Σε θέση πρωταθλητή έχουν βρεθεί οι 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες στην Ετήσια Επιθεώρηση 2024 του Ευρωπαίου επόπτη SSM μεταξύ συνολικά 109 ευρωπαϊκών τραπεζών, η οποία μόλις ανακοινώθηκε και αποκαλύπτει ότι πρωτεύουν σε ένα πλήθος κατηγοριών.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης και τα στοιχεία της επιθεώρησης SREP του επόπτη δείχνουν ότι:
– Επιτυγχάνουν ισχυρή διψήφια απόδοση (κερδοφορία) στο κεφάλαιο, άνω του μέσου ευρωπαϊκού όρου, και κορυφαία απόδοση ως προς το ενεργητικό τους.
– Επιτυγχάνουν τη μεγαλύτερη μείωση στο κόστος λειτουργίας τους.
– Έχουν κορυφαία σχέση δανείων προς καταθέσεις.
– Έχουν κορυφαία ρευστότητα πανευρωπαϊκά και άνετη χρηματοδότηση.
– Έχουν ήδη μειώσει το κόστος ρίσκου κάτω από αυτό των γερμανικών τραπεζών πριν από την αναβάθμιση της Moody’s και έχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης.
– Κατάφεραν να βρεθούν πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για τα ίδια κεφάλαια CET1, ενώ μείωναν ταυτόχρονα τα κόκκινα δάνεια σε 2,86%, με τιτλοποιήσεις που “έκαψαν” κεφάλαιο.
Να σημειωθεί ότι ακόμα και σε κατηγορίες όπου οι ελληνικές τράπεζες δεν παίρνουν τις κορυφαίες θέσεις, αλλά απλώς τοποθετούνται ψηλά πάνω από τον μέσο όρο, ουσιαστικά και πάλι είναι πρωτιά για τους ξένους επενδυτές τους, καθώς εκείνες που τις ξεπερνούν είναι οι μικρές τράπεζες των τριών χωρών της Βαλτικής και σε κάποιες περιπτώσεις της Σλοβενίας, που δεν προσελκύουν το ενδιαφέρον της ίδιας κατηγορίας επενδυτών. Αντίθετα, οι τράπεζες της Πορτογαλίας ανταγωνίζονται σε αρκετές κατηγορίες τις ελληνικές.
Το 2024 οι 4 συστημικές τράπεζες είχαν καθαρά κέρδη 4,369 δισ. ευρώ, με έσοδα από τόκους 8,566 δισ. ευρώ και καθαρά έσοδα από προμήθειες 1,979 δισ. ευρώ. Το ποσοστό των καθαρών εσόδων από τόκους ως προς τα λειτουργικά τους έσοδα, στο 77,30%, ήταν από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, πίσω από τις τράπεζες της Πορτογαλίας (78,49%) και τις τράπεζες στις χώρες της Βαλτικής.
Αναλυτικά ανά κατηγορία και τομέα, τα στοιχεία της επιθεώρησης SREP του επόπτη παρουσιάζουν τα εξής:
Βασικοί δείκτες απόδοσης των συστημικών τραπεζών
Σε επίπεδο απόδοσης ως προς τα περιουσιακά τους στοιχεία (RoA), οι ελληνικές τράπεζες έχουν κορυφαίο δείκτη 1,34%, πίσω μόνον από τους δείκτες των τραπεζών σε Λετονία, Εσθονία και Σλοβενία. Μόνον οι τράπεζες της Πορτογαλίας έχουν δείκτη 1,42%, ενώ οι ελληνικές τράπεζες ξεπερνούν τις τράπεζες όλων των άλλων χωρών της Ευρωζώνης.
Όσον αφορά την απόδοση στο κεφάλαιο (RoE), οι ελληνικές τράπεζες έχουν μέσο δείκτη 12,94%. Εξαιρώντας τη Βαλτική, οι ελληνικές τράπεζες είναι πίσω μόνον από τις τράπεζες της Πορτογαλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας (όλες με RoE πάνω από 14%), καθώς και της Φινλανδίας (13,52%).
Στο καθαρό περιθώριο των επιτοκίων, οι ελληνικές τράπεζες δούλεψαν με μέσο margin 3,04% το 2024 και, εξαιρώντας Βαλτική και Σλοβενία, οι ελληνικές τράπεζες είχαν το υψηλότερο περιθώριο, με την Πορτογαλία να ακολουθεί με 2,91%.
Ο δείκτης για το κόστος προς έσοδα των ελληνικών τραπεζών ήταν κορυφαίος, με 35,16%, και μόνον οι τράπεζες της Πορτογαλίας πέτυχαν καλύτερο σκορ, με δείκτη 34,90%. Έχουν όμως πολύ μικρό κόστος ρίσκου, ενώ οι ελληνικές τράπεζες έπρεπε να σβήσουν κόκκινα δάνεια.
Ωστόσο και στο κόστος ρίσκου (0,43% για τις ελληνικές τράπεζες) καταφέρνουν να βρεθούν πάνω από τις τράπεζες Γαλλίας και Γερμανίας (0,45% και 0,46% αντίστοιχα), Λουξεμβούργου και Αυστρίας (με κόστος 0,55% καθεμιά) και Ισπανίας (που έχει κόστος ρίσκου 0,97%).
Κεφαλαιακή επάρκεια
Αυτό θα μπορούσε, λόγω των συνθηκών, να είναι δύσκολο τεστ για τις ελληνικές τράπεζες, όχι γιατί είναι κάτω των εποπτικών απαιτήσεων (αφού ασφαλώς είναι πολύ πάνω), αλλά επειδή θα μπορούσε να τις κρατήσει ξανά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των ιδίων κεφαλαίων, καθώς μείωσαν με ζημία τα τελευταία κόκκινα δάνεια στο τέλος του 2024, για να κάνουν χρήση του “Ηρακλή ΙΙΙ”. Και τα κατάφεραν.
Έτσι, ο μέσος δείκτης CET1 είναι ακριβώς 16%, έναντι μέσου όρου στην Ευρώπη 15,86%. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν μεγαλύτερο δείκτη από τις ισπανικές, τις ολλανδικές, τις αυστριακές και τις γαλλικές τράπεζες.
Στον συνολικό δείκτη κεφαλαίων, όπου ο μέσος όρος είναι 19,99%, οι ελληνικές τράπεζες μετρήθηκαν με μέσο δείκτη 19,92% και εξακολουθούν να ξεπερνούν πάντως τις ισπανικές (17,14%) και τις γαλλικές (19,63%).
Επίσης, η επιθεώρηση υπολόγισε ότι οι ελληνικές συστημικές τράπεζες το 2024 μείωσαν στο 2,86% τα κόκκινα δάνειά τους, επιβεβαιώνοντας με απόλυτη ακρίβεια τις πληροφορίες που δημοσίευσε πρόσφατα το Capital.gr.
Καταθέσεις και ρευστότητα
Με ποσοστό δανείων προς καταθέσεις 60,60%, οι ελληνικές τράπεζες έχουν τον κορυφαίο δείκτη στην Ευρώπη, πίσω μόνον από τη Λιθουανία… Σημειώνεται ότι ο μέσος όρος δανείων προς καταθέσεις στην Ευρώπη είναι 100,43%, δηλαδή έχουν δοθεί περισσότερα δάνεια από τις καταθέσεις στις τράπεζες, οι οποίες, για να αυξήσουν τις χρηματοδοτήσεις, έχουν δανεισθεί.
Ειδικά οι τράπεζες της Φινλανδίας είναι υπερδανεισμένες, με δείκτη δανείων προς καταθέσεις 167,55%. Δείκτες πάνω από 100% έχουν οι τράπεζες σε Ολλανδία, Γερμανία και Γαλλία.
Να σημειωθεί ότι οι καταθέσεις νοικοκυριών, δηλαδή κατά κανόνα με χαμηλά επιτόκια, χρηματοδοτούν με ποσοστό πάνω από 60% της συνολικής τους χρηματοδότησης τις ελληνικές τράπεζες. Χρηματοδότηση άνω του 60% από νοικοκυριά παρατηρείται μόνον στις τράπεζες της Πορτογαλίας, της Σλοβενίας και της Λιθουανίας.
Όσον αφορά την απρόσκοπτη χρηματοδότησή τους, ο δείκτης Net stable funding ratio των ελληνικών τραπεζών, στο 138,16%, είναι από τους υψηλότερους, με τον μέσο δείκτη στην Ευρώπη να είναι 126,85%.
Ο δείκτης ρευστότητας LCR είναι στα ύψη, υπερδιπλάσιος της εποπτικής απαίτησης στο 213,89%.