Με εντελώς διαφορετική ατζέντα από το παρελθόν, πλήρως αναπτυξιακή και όχι διαχείρισης κρίσης, βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες στο μικροσκόπιο των Θεσμών ενόψει της επόμενης αξιολόγησης στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής εποπτείας της χώρας.
Χθες ξεκίνησαν τα ραντεβού των τεχνικών κλιμακίων των Θεσμών με τις τράπεζες, σήμερα αναμένεται συνάντηση με την Ελληνική Ένωση Τραπεζών (αλλά και Υπουργεία), ενώ την ερχόμενη Τρίτη οι συναντήσεις θα συνεχιστούν σε επίπεδο επικεφαλής. Όλες οι συναντήσεις πραγματοποιούνται εξ αποστάσεως ηλεκτρονικά.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του -, το «μενού» των ραντεβού των Θεσμών με τις τράπεζες είχε δύο θεματικές: την πιστωτική επέκταση και πώς θα χρησιμοποιηθούν τα πλεονάζοντα κεφάλαια που έχουν δημιουργήσει οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες. Όπως έχει γράψει το -, και οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες βρίσκονται με υπερβάλλοντα κεφάλαια, τα οποία πέρα από την δυνατότητα που παρέχουν για υψηλότερες διανομές μερισμάτων στους μετόχους, θα αξιοποιηθούν και για εξαγορές, εντός ή εκτός Ελλάδος, σε τομείς που παρέχουν έσοδα και προστιθέμενη αξία. Ειδικότερα, η Εθνική έχει πλεόνασμα κεφαλαίου άνω των 2 δισ., η Eurobank διαθέτει «μαξιλάρι» κεφαλαίων 1,5 δισ., η Alpha Bank βρίσκεται με υπερβάλλον κεφάλαιο 1,4 δισ. και η Πειραιώς με περίπου 1,4 δισ. ευρώ.
Σήμερα στην εξ αποστάσεως συνάντηση με την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, η ατζέντα των τεχνικών κλιμακίων των Θεσμών περιλαμβάνει τέσσερα θέματα: εξωδικαστικός μηχανισμός, χρηματοδοτήσεις και Ταμείο Ανάκαμψης, τάση για δημιουργία νέων κόκκινων δανείων και δάνεια νόμου Κατσέλη. Και στα τέσσερα θέματα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν να επιδείξουν τεράστια πρόοδο. Ο εξωδικαστικός καλπάζει και δεν αποκλείονται περαιτέρω βελτιώσεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί ακόμη ταχύτερα και βιώσιμα το ιδιωτικό χρέος. Η πιστωτική επέκταση των τραπεζών ενισχύεται και ειδικά οι εκταμιεύσεις των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, το 2025 – 2026 αναμένονται 2 – 3 φορές περισσότερες από αυτές του 2023 – 2024.
Η παραγωγή νέων κόκκινων δανείων είναι μηδενική για τις ελληνικές τράπεζες, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, και παράλληλα συνεχίζουν να μειώνουν το απόθεμα των υφιστάμενων. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των ελληνικών τραπεζών έχουν υποχωρήσει σε επίπεδα προ κρίσης και χαμηλότερα (τον Δεκέμβριο του 2007, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων βρισκόταν στο 5,2% και στο τέλος του 2024 ο δείκτης NPE είχε υποχωρήσει στο 3,35%, έχοντας φτάσει στο υψηλό του 49,1% το γ΄ τρίμηνο 2016 και βρισκόταν στο 45,4% τον Δεκέμβριο του 2019, όταν ο «Ηρακλής» ψηφίστηκε από τη Βουλή. Πλέον, οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν τον υψηλότερο δείκτη NPE στην ΕΕ (παρέδωσαν τα ηνία στις τράπεζες της Πολωνίας), αν και αυτός παραμένει ακόμη υψηλότερος του μέσου ευρωπαϊκού όρου (3,35% έναντι 2,28% το δ΄ τρίμηνο 2024). Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν πολύ ισχυρότερες αντιστάσεις στη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων, με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του SSM για το τέλος του 2024 να δείχνουν ότι το ποσοστό δανείων με σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου έχει υποχωρήσει περαιτέρω για τις ελληνικές τράπεζες στο 7,45%, από 9,61% το δ΄ τρίμηνο του 2023, όταν για τις ευρωπαϊκές τράπεζες έχει ανέβει στο 9,93% από 9,73%.
Όσον αφορά, τέλος, στις υποθέσεις του νόμου Κατσέλη, ήδη αυτές έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί (ενδεικτικά, στην προηγούμενη αξιολόγηση του φθινοπώρου 2024, μόνο 106 υποθέσεις είχαν απομείνει χωρίς ημερομηνία ακρόασης).