Οι ελληνικές τράπεζες εισέρχονται στο 2026 με ισχυρή δυναμική, καθώς η πιστωτική επέκταση συνεχίζει να κινείται με εντυπωσιακούς ρυθμούς, σημειώνοντας την καλύτερη επίδοση της τελευταίας 15ετίας. Τα στεγαστικά δάνεια αποτελούν τον πρωταγωνιστή αυτής της αναγέννησης, με τις εκταμιεύσεις να αναμένεται να φτάσουν τα 3,1 δισ. ευρώ το 2026, σημειώνοντας αύξηση 20% σε ετήσια βάση.
Η μεγάλη επιστροφή της στεγαστικής πίστης
Το 2025 αναμένεται να κλείσει με νέα στεγαστικά δάνεια ύψους 2,6 δισ. ευρώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών. Πρόκειται για εντυπωσιακή άνοδο σε σχέση με τα 1,8 δισ. ευρώ του 2024 και τα μόλις 1,4 δισ. ευρώ του 2023. Από το 2023 έως σήμερα, έχουν χορηγηθεί περισσότερα από 94.500 νέα στεγαστικά δάνεια, με την αξία των αγοραπωλησιών ακινήτων να αναμένεται στα 12 δισ. ευρώ για το 2025.
Ωστόσο, η διείσδυση της στεγαστικής πίστης παραμένει χαμηλή: από τις αγοραπωλησίες αξίας 10 δισ. ευρώ που πραγματοποιήθηκαν το 2024, μόλις 1,8 δισ. ευρώ προήλθαν από τραπεζικό δανεισμό. Σχεδόν το 90% των συναλλαγών στην ελληνική αγορά ακινήτων πραγματοποιείται με ίδια κεφάλαια, γονικές παροχές ή χρήματα από το εξωτερικό – ένα δεδομένο που αντικατοπτρίζει την προβληματική σχέση των Ελλήνων με τον τραπεζικό δανεισμό μετά την κρίση.
Το “Σπίτι μου II” ως καταλύτης
Το κρατικό πρόγραμμα “Σπίτι μου ΙΙ” διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση της ζήτησης. Οι πρόσφατες βελτιώσεις που ανακοίνωσε η κυβέρνηση περιλαμβάνουν την επέκταση της καταληκτικής ημερομηνίας υπαγωγής στο πρόγραμμα έως τις 31 Μαΐου 2026, ενώ η σύναψη συμβάσεων δανεισμού μπορεί να γίνει μέχρι τις 31 Αυγούστου 2026.
Το 2024, το πρόγραμμα “Σπίτι μου” συνέβαλε με 470 εκατ. ευρώ στις συνολικές εκταμιεύσεις. Η έναρξη του προγράμματος το πρώτο τρίμηνο του 2025 προκάλεσε αύξηση στη ζήτηση, αν και το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο παρατηρήθηκε επιβράδυνση στον ρυθμό των αιτήσεων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Τα επιτόκια γίνονται ανταγωνιστικά
Ένα από τα πιο σημαντικά δεδομένα είναι ότι το μέσο επιτόκιο στεγαστικών δανείων στην Ελλάδα έχει πλέον υποχωρήσει κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Τον Σεπτέμβριο 2025 διαμορφώθηκε στο 3,12% έναντι 3,39% της ευρωζώνης, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΚΤ. Τον Οκτώβριο 2025, το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο μειώθηκε κατά 9 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 3,43%.
Η μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ και ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών για την απόκτηση μεριδίων αγοράς συμβάλλουν στη μείωση του κόστους δανεισμού. Οι τράπεζες προσφέρουν πλέον σταθερά επιτόκια από 2,80%-2,90% για τα πρώτα χρόνια, με απαλλαγή από τα έξοδα εξέτασης αιτήματος μέχρι τέλος 2025.
Οκτώβριος 2025: Ιστορική καμπή
Τον Οκτώβριο 2025, η 12μηνη μεταβολή των στεγαστικών δανείων έπαυσε να είναι αρνητική για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, ισοσκελίζοντας με τις αποπληρωμές. Την ίδια περίοδο πέρυσι, η πιστωτική επέκταση στα στεγαστικά ήταν αρνητική κατά 2,8%. Αυτό σηματοδοτεί την πραγματική αναστροφή της τάσης μετά από μια δεκαπενταετία συρρίκνωσης του στεγαστικού χαρτοφυλακίου.
Η ευρύτερη πιστωτική επέκταση
Η ισχυρή επίδοση δεν περιορίζεται μόνο στα στεγαστικά δάνεια. Το 2024, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες αύξησαν τα ενήμερα δάνειά τους κατά 13,8 δισ. ευρώ, σημειώνοντας την καλύτερη επίδοση των τελευταίων 15 ετών. Για το 2025 και 2026, η συνολική πιστωτική επέκταση αναμένεται να κινηθεί με ρυθμό 8%-10% ετησίως.
Στο εννεάμηνο του 2025, οι ελληνικές τράπεζες πέτυχαν πιστωτική επέκταση της τάξεως των 8,5 δισ. ευρώ, με ρυθμό περίπου 9% σε ετήσια βάση. Η Eurobank ανακοίνωσε αύξηση της καθαρής πιστωτικής επέκτασης κατά 1,1 δισ. ευρώ μόνο το τρίτο τρίμηνο του 2025.
Οι προβλέψεις για το 2026 είναι εξίσου αισιόδοξες. Η CrediaBank στοχεύει σε πιστωτική επέκταση 1,2 δισ. ευρώ το 2026, από 1 δισ. ευρώ το 2025, με τη συνολική επέκταση του κλάδου να αναμένεται στα 11-13 δισ. ευρώ ετησίως έως το 2028.
Τα καταναλωτικά δάνεια κλέβουν τη σκηνή
Παράλληλα με τα στεγαστικά, τα καταναλωτικά δάνεια σημειώνουν εντυπωσιακή άνοδο. Τον Ιούνιο 2025, οι νέες εκταμιεύσεις έφτασαν τα 173 εκατ. ευρώ, το υψηλότερο ποσό από τον Δεκέμβριο του 2013. Το πρώτο εξάμηνο του 2025, τα νέα καταναλωτικά δάνεια άγγιξαν τα 908 εκατ. ευρώ, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τα στεγαστικά (838 εκατ. ευρώ).
Αυτό το φαινόμενο είναι μοναδικό στην Ευρώπη: ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες για κάθε 1 ευρώ σε καταναλωτικά δάνεια δίνονται περίπου 7 ευρώ σε στεγαστικά, στην Ελλάδα η αναλογία είναι 1 προς 1. Το μέσο επιτόκιο για καταναλωτικά δάνεια στην Ελλάδα είναι 10,19%, το τρίτο υψηλότερο στην Ευρώπη, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (7,40%).
Η αύξηση των καταναλωτικών δανείων αντανακλά την έλλειψη αποταμιεύσεων στην ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με μελέτη της Alpha Bank, η αποταμίευση κινείται σε αρνητικά επίπεδα από το 2022, ξεπερνώντας το -4% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025. Το 71% των καταθετικών λογαριασμών έχει λιγότερα από 1.000 ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία του ΤΕΚΕ.
Οι κινητήριες δυνάμεις
Η άνοδος της πιστωτικής επέκτασης υποστηρίζεται από πολλαπλούς παράγοντες:
Μακροοικονομικό περιβάλλον: Το ελληνικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,4% το 2026, πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η ισχυρή αγορά εργασίας και η βελτίωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για τον δανεισμό.
Αναβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας: Η επιστροφή της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα επιτρέπει στις τράπεζες να δανείζονται με χαμηλότερα επιτόκια, γεγονός που μεταφράζεται σε πιο προσιτά δάνεια.
Ευρωπαϊκά κονδύλια: Η απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) αναμένεται να είναι υψηλότερη το 2025-2026, ενισχύοντας κυρίως την επιχειρηματική χρηματοδότηση. Η ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια παραμένει ισχυρή, με επενδύσεις σε ενέργεια, υποδομές, τουρισμό και ακίνητα να οδηγούν την ανάπτυξη.
Ανταγωνισμός στον κλάδο: Η μάχη για μερίδια αγοράς μεταξύ των τραπεζών οδηγεί σε χαλάρωση των όρων χορήγησης και μείωση των περιθωρίων κέρδους, προς όφελος των καταναλωτών.
Οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι
Παρά την αισιοδοξία, υπάρχουν και προκλήσεις. Η συνεχιζόμενη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ πιέζει τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) των τραπεζών, που αποτελούν τη βασική πηγή κερδοφορίας τους. Αυτό καθιστά την αύξηση του δανειακού χαρτοφυλακίου ακόμη πιο κρίσιμη για τη διατήρηση βιώσιμων αποδόσεων.
Επιπλέον, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι παγκόσμιοι εμπορικοί περιορισμοί ενδέχεται να επηρεάσουν την ανάπτυξη. Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει ότι κατά το γ’ τρίμηνο του 2025, οι συνολικοί όροι χορήγησης στεγαστικών δανείων έγιναν πιο αυστηροί ως προληπτικό μέτρο.
Η θέση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή σκηνή
Διεθνείς επενδυτικοί οίκοι όπως η JP Morgan και η Morgan Stanley εκτιμούν ότι το success story των ελληνικών τραπεζών θα συνεχιστεί και το 2026. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν καταγράψει τις καλύτερες επιδόσεις στην περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής.
Η Alpha Finance εκτιμά ότι ο τραπεζικός κλάδος εξακολουθεί να διαπραγματεύεται σε ελκυστικά επίπεδα (1,18x P/TBV και 8,4x P/E στις εκτιμήσεις 2026), αφήνοντας περιθώρια περαιτέρω αναβάθμισης. Οι νέες τιμές στόχοι για τις μετοχές των τραπεζών αυξάνονται κατά 5-8%, αντικατοπτρίζοντας τις αναβαθμίσεις στις εκτιμήσεις κερδοφορίας.
Το μέλλον της πιστωτικής επέκτασης
Για το 2026, οι τράπεζες προγραμματίζουν νέες εκταμιεύσεις άνω των 11-13 δισ. ευρώ, με τα στεγαστικά δάνεια να αναμένεται να φτάσουν τα 3,1 δισ. ευρώ. Η διαφοροποίηση των πηγών εσόδων μέσω της ανάπτυξης των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων (bancassurance) και του wealth management θα στηρίξει τη βιώσιμη κερδοφορία.
Η πιστωτική επέκταση αναμένεται να διατηρηθεί σε υψηλά μονοψήφια ποσοστά τουλάχιστον έως το 2028, υποστηριζόμενη από το ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον και τη συνεχιζόμενη απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Το στοίχημα για τις ελληνικές τράπεζες είναι διπλό: αφενός να συνεχίσουν την επέκταση του δανειακού χαρτοφυλακίου αντισταθμίζοντας την πίεση στα επιτοκιακά έσοδα, αφετέρου να ενισχύσουν τη διείσδυση της στεγαστικής πίστης σε μια αγορά που παραδοσιακά λειτουργεί με ίδια κεφάλαια.
Η επιτυχία αυτού του στοιχήματος θα καθορίσει όχι μόνο το μέλλον του τραπεζικού συστήματος αλλά και τη δυνατότητα των ελληνικών νοικοκυριών να αποκτήσουν ιδιόκτητη στέγη με προσιτούς όρους – ένα κρίσιμο ζήτημα κοινωνικής συνοχής και οικονομικής ανάπτυξης.


