Κάτι που πριν από δύο χρόνια θα είχε σημάνει συναγερμό για τις επενδύσεις, τώρα περνά σχεδόν απαρατήρητο. Αναφερόμαστε στον σχηματισμό επιπλέον προβλέψεων ύψους 6 δισ. ευρώ για δάνεια από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Η εξαγγελθείσα πρόθεση της κυβέρνησης να θεσπίσει νομοθεσία που θα επιτρέπει τη μετατροπή σε ευρώ στεγαστικών (κυρίως) δανείων σε ελβετικό φράγκο, με παράλληλη μερική διαγραφή της οφειλής βάσει εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων, δημιουργεί θέμα προβλέψεων για δάνεια με ανεξόφλητο υπόλοιπο περίπου 2,5 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) κατευθύνει τις ευρωπαϊκές τράπεζες να τερματίσουν τα προγράμματα μειωμένης δόσης, που ισχύουν κυρίως για στεγαστικά δάνεια, δίνοντας διορία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2026. Όσα δάνεια παραμείνουν σε πρόγραμμα μειωμένης δόσης μετά την παρέλευση αυτής της προθεσμίας θα χαρακτηρίζονται ως μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.
Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν δάνεια ύψους περίπου 4,5 δισ. ευρώ σε προγράμματα μειωμένης καταβολής δόσης. Ωστόσο, μέρος αυτών είναι δάνεια σε ελβετικό φράγκο. Συνεπώς, το μέγιστο θεωρητικό εύρος των δανείων για τα οποία ενδέχεται να απαιτηθούν επιπλέον προβλέψεις περιορίζεται περίπου στα 6 δισ. ευρώ.
Στην πράξη, η περίμετρος είναι ή θα αποδειχθεί μικρότερη. Πρώτον, επειδή η Eurobank, η οποία διαθέτει τη μεγαλύτερη έκθεση σε δάνεια ελβετικού φράγκου, έχει συσσωρευμένες προβλέψεις της τάξης των 300 εκατ. ευρώ για δάνεια 1,6 με 1,7 δισ. ευρώ, οι οποίες θεωρούνται αρκετές από τους επενδυτές, αν δεν τροποποιηθούν άρδην τα κριτήρια εισοδήματος και περιουσίας.
Δεύτερον, επειδή μέρος των δανειοληπτών σε πρόγραμμα μειωμένης καταβολής δόσης εκτιμάται ότι θα αποδεχθεί τις προτάσεις των τραπεζών και θα επιστρέψει σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις.
Τρίτον, επειδή μέρος των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο εκτιμάται πως δεν θα κάνει χρήση της κυοφορούμενης κυβερνητικής ρύθμισης, περιμένοντας να αποφανθεί εκ νέου για το θέμα ο Άρειος Πάγος.
Με βάση την αρχή της συντηρητικότητας, οι τράπεζες θα προχωρήσουν σε σχηματισμό πρόσθετων προβλέψεων ήδη από φέτος για δάνεια σε ελβετικό φράγκο και σε step-up ρυθμίσεις, επιδιώκοντας να επιμερίσουν την επίπτωση στις χρήσεις 2025-26 και να εξομαλύνουν την επίπτωση σε κερδοφορία. Αν η φετινή χρήση αποδειχθεί, σε επίπεδο κερδοφορίας, αισθητά καλύτερη των συγκλινουσών εκτιμήσεων (consensus), ενδέχεται να πάρουν ακόμη μεγαλύτερο μέρος της επίπτωσης στο τελευταίο τρίμηνο της τρέχουσας χρήσης.
Από το Β’ τρίμηνο οι προβλέψεις για ελβετικό
Ενδεικτικά, η Πειραιώς καθοδήγησε την αγορά για σχηματισμό πρόσθετων προβλέψεων, αναφορικά με τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο ήδη από το Β’ τρίμηνο, τα αποτελέσματα του οποίου θα ανακοινωθούν σε μερικές ημέρες. Η τράπεζα διαθέτει δάνεια σε ελβετικό φράγκο της τάξης των 530 εκατ. ευρώ και η συνολική ζημιά από το «κούρεμα» απαιτήσεων που επεξεργάζεται η κυβέρνηση εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε εύρος μεταξύ 30 με 60 εκατ. ευρώ. Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα Β’ τριμήνου θα επιβαρύνουν και μικρή one-off πρόβλεψη απομείωσης καθώς ολοκληρώνεται η συναλλαγή πώλησης μη εξυπηρετούμενων δανείων μικτής λογιστικής αξίας 300 εκατ. ευρώ (project Imola).
Εθνική και Alpha Βank ενδέχεται να λάβουν εφάπαξ την πρόβλεψη για δάνεια σε ελβετικό φράγκο από το Β’ τρίμηνο, λόγω αμελητέας έκθεσης. Η Alpha διαθέτει δάνεια της τάξης των 126 εκατ. ευρώ και η Εθνική περίπου 183 εκατ. ευρώ.
Πρόσθετες προβλέψεις έως 100 εκατ. ευρώ ανά τράπεζα φέτος
Μεγαλύτερο θέμα συνιστούν τα δάνεια σε πρόγραμμα μειωμένων δόσεων, εφόσον οι δανειολήπτες δεν ανταποκριθούν μαζικά στις αλλαγές, τις οποίες θα προτείνουν οι τράπεζες. Σε πανευρωπαϊκή βάση, ο SSM ζητά να τερματιστούν οι step-up ρυθμίσεις (στεγαστικών κυρίως) δανείων, προειδοποιώντας ότι όσα ρυθμισμένα δάνεια δεν γυρίσουν σε καταβολή τοκοχρεωλυτικών δόσεων, θα θεωρούνται μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, επειδή δεν αποπληρώνεται καθόλου κεφάλαιο ή αποπληρώνεται πολύ μικρό μέρος κεφαλαίου.
Eurobank, Alpha και Πειραιώς διαθέτουν περίπου 1,5 δισ. ευρώ έκαστη σε δάνεια step-up. Μέρος, όμως, του παραπάνω ανοίγματος αποτελούν τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο (σ.σ. ιδιαίτερα στην Eurobank). Οι τράπεζες θα προτείνουν στους δανειολήπτες, με πρόγραμμα κλιμακούμενης δόσης, τη μετατροπή του δανείου σε τοκοχρεωλυτικό, με δέλεαρ ένα σταθερό χαμηλό επιτόκιο, αλλά η τελική απόφαση ανήκει στον δανειολήπτη. Αν αρνηθεί οποιαδήποτε προτεινόμενη λύση, η σύμβαση δεν μπορεί να τροποποιηθεί.
Υπό το παραπάνω πρίσμα, ο τελικός λογαριασμός θα σχηματοποιηθεί εντός του 2026. Τραπεζικά στελέχη, πάντως, εκτιμούν ότι θα απαιτηθούν πρόσθετες προβλέψεις της τάξης του 10% με 15%. Αυτό σημαίνει ότι φέτος τα αποτελέσματα θα επιβαρυνθούν ως 100 εκατ. ευρώ ανά τράπεζα. Αντίστοιχου ύψους θα είναι η μέγιστη επίπτωση για το 2026, σε συνάρτηση, πάντα, με την ανταπόκριση των δανειοληπτών στις προτάσεις μετατροπής των δανείων σε τοκοχρεωλυτικών δόσεων.
Εξαίρεση αποτελεί η Εθνική καθώς διαθέτει αμελητέο χαρτοφυλάκιο, αφενός επειδή αυστηροποίησε, προ διετίας, τους όρους προγραμμάτων μειωμένης δόσης, αφετέρου λόγω τιτλοποιήσεων. Σε συγκριτικά καλύτερη θέση, έναντι των Alpha, Πειραιώς, η Eurobank, καθώς η περίμετρος των step-up εφάπτεται μερικώς με την περίμετρο των ελβετικών για τα οποία είναι «θωρακισμένη».