Αρχές δεκαετίας του 1950, ο μόλις είκοσι ετών (τότε) Κωνσταντίνος Καβούνης φτιάχνει, σε ένα μικρο εργαστήριο στην Τούμπα Θεσσαλονίκης, το πρώτο χάλκινο σκεύος μαγειρέματος, ένα βαθύ ταβά. Το ένα έφερε το άλλο, η τέχνη των χειροποίητων κατασκευών “ταξίδεψε” από δεκαετία σε δεκαετία και έφτασε μέχρι σήμερα στα χέρια του γιου του.
Μισό αιώνα μετά, στην Αγχίαλο Θεσσαλονίκης, η δεύτερη γενιά, στο εργαστήριο που διατηρεί, όχι μόνο κρατά την παράδοση αλλά έχει εξελίξει την τεχνική, με αποτέλεσμα τα σκεύη τους να είναι περιζήτητα και να ταξιδεύουν μέχρι την Ιαπωνία για σούσι, το Μαϊάμι για μπριζόλες τόμαχοκ και τη Βραζίλια για καφέ στο χάλκινο μπρίκι. Διάσημοι σεφ από όλο τον κόσμο παραγγέλνουν σκεύη ψησίματος και με αυτά μαγειρεύουν σε κουζίνες “πολλών αστέρων”, ενώ σέικερ από χαλκό, που κατασκευάζονται στο εργαστήριο της Νέας Αγχιάλου, χρησιμοποιούνται από γνωστούς μπαρτέντερ για κοκτέιλ σε μεγάλα κλαμπ του εξωτερικού.
“Ο πατέρας μου ξεκίνησε, φτιάχνοντας χειροποίητα χάλκινα αντικείμενα και κυρίως εκκλησιαστικά και μαγειρικά σκεύη. Εκείνη την εποχή ήταν αρκετοί οι κατασκευαστές, ενώ τώρα μείναμε σχεδόν μόνοι μας στην Ελλάδα”, λέει, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Λεωνίδας Καβούνης. Από μικρό παιδί θυμάται τον εαυτό του να βρίσκεται στο εργαστήριο και να μαθαίνει από κοντά, βήμα βήμα, από τον πατέρα του την τέχνη, να δένεται με τις κατασκευές και στα 14 του να έχει φτιάξει ήδη το πρώτο του χάλκινο σκεύος, ένα κουπάκι για την κρέμα καραμελέ.
“Η οικογένειά μου έχει τις ιστορίες και το μεράκι μιας οικογένειας, που αγαπά και κατανοεί βαθιά την τέχνη της μεταλλουργίας. Αν δεν το αγαπάς δεν μπορείς να το κάνεις και σωστά. Όλα γίνονται χειροποίητα, όλα γίνονται με κόπο και είναι μια χρονοβόρα διαδικασία που θέλει υπομονή αλλά και μεράκι”, λέει, περιγράφοντας τα στάδια της κατασκευής, που ξεκινά από ένα φύλλο χαλκού που κόβεται σε κομμάτια, παίρνει το σχήμα και μετά από τρία στάδια -με ένα από τα πιο βασικά το γάνωμα- φτάνει μέχρι το σκάλισμα στο σκεύος και τη συσκευασία για να ταξιδέψει σχεδόν σε όλο τον κόσμο.
Ο χαλκός, η πρώτη ύλη, είναι από τα υλικά που εκτός από τη σφραγίδα μιας άλλης εποχής έχουν και διαχρονικά χαρακτηριστικά και όπως λέει ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Παναγιώτης Μπαλτάς, αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του το κάνουν ανάρπαστο στους ειδικούς.
“Πολλοί διάσημοι σεφ από Ελλάδα και εξωτερικό είναι πελάτες μας και προτιμούν τα σκεύη μας καθώς το μαγείρεμα σε χάλκινο σκεύος, έχει άλλη νοστιμιά. Ο χαλκός επιτρέπει στη θερμότητα να διαχέεται πιο γρήγορα και ομοιόμορφα στην κατσαρόλα, στο τηγάνι ή στο ταψί, με αποτέλεσμα ο μάγειρας να δημιουργεί αυτό που έχει στο μυαλό του, σε καλύτερους χρόνους αλλά και πιο αποδοτικά και κρατώντας όλα τα αρώματα και τις γεύσεις. Επιπλέον, το συγκεκριμένο μέταλλο είναι αντιμικροβιακό και αντιμυκητιακό και έχει υψηλή αντοχή και ανθεκτικότητα στις συχνές και επαναλαμβανόμενες χρήσεις. Άλλωστε και ο κασσίτερος από τον οποίο γίνεται η επάλειψη στα σκεύη, θεωρείται από τα πιο ευγενή μέταλλα για τον ανθρώπινο οργανισμό”, εξηγεί ο κ. Μπαλτάς.
Δίπλα από το εργαστήριο υπάρχει και μια έκθεση με τα σκεύη που πλέον έχουν ξεπεράσει σε αριθμό τα εκατό είδη. Από κατσαρόλες, τηγάνια – σαχάνια, μπασίνες και ταψιά, μέχρι αξεσουάρ κουζίνας (αλατοπιπεριέρες, βάζα, δοχεία για λάδι), καφέ (μύλοι, μπρίκια, και μπαρ (ποτήρια, σέικερ και σαμπανιέρες) αλλά και ειδικές παραγγελίες με πολλές ιδιαίτερες προτιμήσεις -και όλα από χαλκό.
“Ο χαλκός είναι ένα πολύ δύσκολο υλικό στην επεξεργασία του, αλλά μπορεί να γίνει σχεδόν τα πάντα. Φτιάχνουμε από κολυμπήθρες -ειδικά τις βάσεις τους, που είναι μεγάλες και σταθερές- άλλα εκκλησιαστικά σκεύη, όπως καντήλια και έχουμε και παραγγελίες μέχρι και από διακοσμητές. Ιδιοκτήτης μεγάλου ξενοδοχείου στη Ρωσία ήθελε ένα τεράστιο διακοσμητικό χαλκού σε σχήμα δάκρυ για τον χώρο υποδοχής. Δεν το ήθελε ενωμένο σε σε δυο κομμάτια που ήταν πιο εύκολη η κατασκευή, ήθελε να είναι ενιαίο. Του εξήγησα ότι θα κοστίσει πολύ ακριβότερα, αλλά αυτό ήθελε. Το φτιάξαμε. Πριν από λίγες ημέρες, σεφ από τη Γαλλία παρήγγειλε ένα τηγάνι χωρισμένο στα τέσσερα, γιατί ήθελε να σερβίρει τέσσερα διαφορετικά ζεστά φαγητά και πολλά ακόμη περίεργα του επαγγέλματος”, καταλήγει ο Λεωνίδας Καβούνης.