Αισιόδοξος ότι η ανάπτυξη μπορεί να συντηρηθεί και μετά το πέρας των εισροών του RRF, εμφανίζεται ο πρόεδρος της Επιτροπής Ελέγχου της Τράπεζας της Ελλάδος, Χρήστος Χατζηεμμανουήλ, που επισημαίνει ωστόσο και μακροπρόθεσμους κινδύνους για το μοντέλο της ελληνικής οικονομίας.
Σε δηλώσεις του στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ, αναφέρει: «Θεωρούμε ότι τα πράγματα βαίνουν αρκετά καλά. Φέτος και του χρόνου η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα ξεπεράσει αισθητά την ευρωπαϊκή ανάπτυξη. Πιστεύουμε ότι θα επαναληφθεί αυτό και του χρόνου».
Ο κ. Χατζηεμμανουήλ πρόσθεσε: «Είμαστε γενικά λίγο πιο αισιόδοξοι από την κυβέρνηση και το υπουργείο Οικονομικών. Έχουν ξεχωριστούς υπολογισμούς στο υπουργείο Οικονομικών. Εμείς είμαστε μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, σχηματίζουμε τη δική μας εικόνα ώστε να μπορούμε να δράσουμε συμβουλευτικά προς το κράτος, ενημερωτικά προς την κοινωνία, αλλά και προκειμένου ο Διοικητής να μπορεί με πλήρη αντίληψη δική του και όχι δανεισμένη, αν θέλετε, από το Υπουργείο Οικονομικών να επιτελεί το ρόλο του ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Συνεπώς, υπάρχουν διπλές προβλέψεις πάντα και οι δικές μας μπορεί να αποκλίνουν λίγο από τις υποθέσεις που περιλαμβάνει ο προϋπολογισμός. Από αυτή την άποψη, προφανώς δεν υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις, αλλά είμαστε ελαφρά πιο αισιόδοξοι».
Εξηγώντας τους λόγους της αισιοδοξίας του, ανέφερε: «Πιστεύουμε, για πολλούς και διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν με την αναδιάρθρωση της οικονομίας μας και μια δυναμική που αναπτύσσεται ότι ναι μεν θα λήξει κάποια στιγμή η εισροή από το RRF αλλά υπάρχουν λόγοι να συνεχιστεί η ανάπτυξη, προφανώς χωρίς να έχει αυτή την ένεση ρευστότητας που της έδωσε τα τελευταία χρόνια το RRF. Συνεπώς η διαφωνία δεν είναι τόσο για το 2026 όσο για το τι γίνεται μετά. Και όταν λέμε διαφωνία, μιλάμε για πολύ μικρές αποκλίσεις» σημείωσε.
Το πρόβλημα της προσφοράς
Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι, σύμφωνα με τον κ. Χατζηεμμανουήλ ότι στηρίζεται και κινδυνεύει να επανέλθει σε ένα μοντέλο το οποίο το «τραβάει» η ζήτηση. Δηλαδή, όσο υπάρχει ζήτηση από τους πολίτες και από το εξωτερικό, η οικονομία πηγαίνει καλά και «φουσκώνει».
«Θα ήταν καλύτερο η οικονομία να πηγαίνει μπροστά επειδή βελτιώνεται η πλευρά της προσφοράς, επειδή φτιάχνουμε καλύτερα πράγματα, παρέχουμε καλύτερες υπηρεσίες φθηνότερα. Εδώ, βλέπουμε μία στασιμότητα στην παραγωγικότητα, δηλαδή ότι, ναι μεν είναι έντονη η οικονομική δραστηριότητα, χωρίς όμως να φαίνεται ότι κερδίζει σε παραγωγικότητα και συνεπώς παρότι η ανταγωνιστικότητά μας έχει βελτιωθεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια, αλλά, είναι προσωπική μου άποψη, αυτό που μας λείπει στην πραγματικότητα είναι το επίπεδο των αποταμιεύσεων και των επενδύσεων.
Δηλαδή, γενικά η χώρα μας δεν έχει υψηλό ρυθμό αποταμίευσης και σχηματισμού κεφαλαίου. Υπολείπεται σε σχέση με πάρα πολλές άλλες χώρες και σε αυτό μοιάζε -θα το έλεγα χαριτολογώντας αυτό- με τις Ηνωμένες Πολιτείες που δεν αποταμιεύουν και κινείται η οικονομία με το να ξοδέυουν Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα που εμείς δεν έχουμε: ότι συγκεντρώνουν όλα τα κεφάλαια όλου του κόσμου.
Όμως να προσθέσω και ένα δεύτερο, ότι πάρα πολύ μεγάλο κομμάτι των επενδύσεων που γίνονται πηγαίνει σε κλασικές μορφές επενδύσεων και μάλιστα σε μη ιδιαιτέρως παραγωγικές, καθόλου παραγωγικές, όπως τα ακίνητα. Αυτό είναι πρόβλημα» συμπλήρωσε.
Ανάπτυξη χωρίς δυναμική, τα ακίνητα
Όσο αφορά ειδικά την αγορά ακινήτων, εξήγησε ότι «στο βαθμό που εργάζεται κόσμος για να κατασκευάσει σπίτια ή που μετά παρέχονται υπηρεσίες, ναι, βεβαίως συντελεί στην ανάπτυξη, αλλά δεν της δίνει δυναμική. Δηλαδή είναι μεροφάι, μεροδούλι, που δεν μεταβάλλει τη δομή της οικονομίας μας».
«Συνεπώς, θεωρούμε ότι η έμφαση πρέπει να πέσει ακριβώς εκεί, σε ένα μετασχηματισμό της οικονομίας προς δραστηριότητες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, που προφανέστατα θα αυξήσουν την παραγωγικότητα, αλλά θα εντάξουν και τη χώρα καλύτερα σε διεθνή συστήματα παραγωγής και αυτό θα επιτρέψει και να εξισορροπηθεί το ισοζύγιο πληρωμών, δηλαδή το πόσα εισάγουμε σε σχέση με πόσα εξάγουμε, που χρονίως είναι αρνητικό, αλλά γενικότερα να αποκτήσει μια άλλη δυναμική και άλλη ποιότητα η ελληνική οικονομία» επισήμανε ο κ. Χατζηεμμανουήλ.


