Το περασμένο Σάββατο η ελβετική “Neue Zurcher Zeitung” σε πρωτοσέλιδη ανάλυσή της αποφαινόταν ότι “η τρέλα στην πολιτική είναι κάτι το συνηθισμένο”, αναφερόμενη στις αλλόκοτες αποφάσεις του Ντόναλντ Τραμπ, οι οποίες δεν αποτελούν σπάνια εξαίρεση. Γράφει χαρακτηριστικά ότι η πολιτική είναι παιχνίδι ανταλλαγής ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνώμενους και ο παραλογισμός μόνιμος συνοδός της πολιτικής, συχνά υπόσχεται μεγαλύτερα κέρδη από τη λογική. Aνέφερε και σχετικά παραδείγματα.
Αυτό μπορεί να μην είναι ακριβώς παρήγορο, αλλά ίσως να είναι μια καλή αφετηρία για να προσπαθήσουν οι αναστατωμένοι Ευρωπαίοι να βρουν έναν κοινό τρόπο αντιμετώπισης των κινήσεων και των προκλήσεων του Αμερικανού προέδρου.
Δεν είναι απλό να επιχειρήσει να μπει κανείς στο μυαλό του Αμερικανού προέδρου, αλλά τουλάχιστον μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμο να δεχτεί ως δεδομένο ότι είναι μάταιο να αναζητά λογική στις αποφάσεις του και, ακόμα περισσότερο, να ελπίζει σε λελογισμένες επόμενες αντιδράσεις του. Ωστόσο, κάποια χρήσιμα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν, ή μάλλον είναι ζωτικά αναγκαίο να υπάρξουν.
Ρήγμα στον διατλαντισμό
Οι περισσότεροι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο Τραμπ βλέπει πλέον την Ευρώπη ως ανταγωνιστή, αν όχι και σαν εχθρό. Αυτό είναι ένα βαθύ ρήγμα στη λογική του διατλαντισμού, που θεωρείτο περίπου ως αξίωμα, ένα ακλόνητο δόγμα της μεταπολεμικής εποχής. Είναι μια κοσμογονική αλλαγή, που υποχρεώνει τις ηγεσίες της Ευρώπης να εγκαταλείψουν την τακτική να τρέχουν πάντα πίσω από αποφάσεις των ΗΠΑ. Η ΕΕ οφείλει πλέον να αναπτύξει μια δική της στρατηγική, που δεν θα έχει ως πρώτο μέλημα να ευχαριστήσει τον Θείο Σαμ, φοβούμενη την οργή του.
Η ελίτ της Ευρώπης έκανε το λάθος να αγνοήσει τα σημάδια που έστειλε η εισβολή στο Καπιτώλιο τον Ιανουάριο του 2021, όταν ξεκίνησε μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ μια συζήτηση που μιλούσε για μια εξαιρετικά πολωμένη αμερικανική κοινωνία στα πρόθυρα ενός ιδιότυπου εμφυλίου πολέμου. Πόσο ατράνταχτος και αξιόπιστος μπορεί να είναι ένας τέτοιος σύμμαχος;
Η ΕΕ ακολούθησε τις επιλογές Μπάιντεν στο Ουκρανικό και τώρα βρίσκεται ξεκρέμαστη. Θεώρησε ευλογία και για την ίδια τα τεράστια “πακέτα” 4 τρισεκατομμυρίων στήριξης της αμερικανικής οικονομίας του Τζο Μπάιντεν για υποδομές, καθαρή ενέργεια και εγχώρια μεταποίηση. Όμως και αυτά, σε τελευταία ανάλυση, δεν ήταν παρά μια επιλογή σε πνεύμα προστατευτισμού.
Και όποιος θεωρεί ότι ο ατλαντισμός “χωρίς πώς και γιατί” και η ρωσοφοβία αρκούν ως συγκολλητική ουσία για ένα μακρόπνοο ευρωπαϊκό σχέδιο δυσκολεύεται ήδη να πείσει και τους υπόλοιπους για την πεποίθησή του.
Μια αυτοκρατορία σε παρακμή;
Αυτός ο πακτωλός χρημάτων δεν αντέστρεψε πάντως το κλίμα στην αμερικανική κοινωνία, ούτε αναχαίτισε την τεράστια διόγκωση της λαϊκής δυσαρέσκειας που χάρισε μια σαρωτική νίκη στον Τραμπ. Αν θέλει να δει κανείς ψύχραιμα πίσω από αυτές τις κινήσεις, αν προσπαθήσει να εξηγήσει τις παρορμητικές και αντικρουόμενες αποφάσεις του Τραμπ, ίσως να καταλήξει ότι δεν είναι παρά ένα δείγμα πανικού απέναντι σε μια κατάσταση που θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως δείγμα παρακμής μιας οικονομίας με τεράστια δομικά προβλήματα.
Ούτε οι Ρεπουμπλικάνοι, ούτε οι Δημοκρατικοί δείχνουν να έχουν κάποια μαγική λύση απέναντι σε αυτή τη φθίνουσα πορεία και βλέπουν ως διέξοδο έναν πόλεμο μέχρις εσχάτων απέναντι στην απειλητικά ανερχόμενη Κίνα. Αυτό είναι το επόμενο μεγάλο δίλημμα για τους Ευρωπαίους, που καλούνται να αποφασίσουν αν θα ακολουθήσουν τις ΗΠΑ σε αυτή τη συγκρουσιακή πορεία ή αν είναι σε θέση να χαράξουν μια αυτόνομη πορεία, που θα μπορούσε να έχει και έναν χαρακτήρα “κυανόκρανου” σε αυτόν τον εμπορικό πόλεμο. Προς το παρόν και αυτοί αντιδρούν σπασμωδικά και αμήχανα. Αλλά απλώς αντιδρούν. Δεν δρουν.
Ο μύθος του επιχειρηματία πολιτικού
Υπάρχει μια ακόμα εξαιρετικά ευαίσθητη λεπτομέρεια που αξίζει να δουν οι Ευρωπαίοι. Όπως σημείωνε και η Ουλρίκε Χέρμαν, “μπαρουτοκαπνισμένη” Γερμανίδα οικονομική συντάκτρια στο τελευταίο τεύχος της Le Monde Diplomatique, “μέσα σε τρεις μόνο μήνες κατέρρευσε η ψευδαίσθηση ότι οι υπερπλούσιοι γνωρίζουν πώς λειτουργεί η οικονομία”.
Συνολικά, στις μέρες μας προβάλλεται συχνά η άποψη από νεοφιλελεύθερους πολιτικούς -και όχι μόνο- ότι οι επιχειρηματίες ξέρουν πώς να τρέξουν μια οικονομία, όπως μια επιχείρηση. Αποδεικνύεται ότι αυτό που ξέρουν επιχειρηματίες, όπως ο Τραμπ, είναι πώς να επηρεάζουν την πολιτική προς δικό τους όφελος. Οι κρατικές παρεμβάσεις μοιάζουν στα μάτια τους πολύ αποτελεσματικότερες από το “αόρατο χέρι της αγοράς”. Απλώς ο Αμερικανός πρόεδρος επιχειρεί να… εξελίξει τον παρεμβατισμό με έναν χοντροκομμένο, χυδαίο τρόπο.
Ωστόσο, πολιτικοί όπως ο Φρίντριχ Μερτς, που αρέσκεται να προβάλλει το πέρασμά του από τον χώρο της οικονομίας ως σημαντικό προσόν και ίσως και ως το κλειδί για να καταφέρει να βρει κοινή γλώσσα με τον Τραμπ, θα έκανε καλά να αφήσει στην άκρη τέτοιου είδους επιχειρήματα, αλλά και προφητείες, που μπορεί αύριο να γυρίσουν εναντίον του.
Πηγή: Deutsche Welle