Σε επιτάχυνση της μείωσης του αναβαλλόμενου φόρου (DTC), που αποτελεί το μισό περίπου των εποπτικών κεφαλαίων τους, στοχεύουν οι τράπεζες με σημείο εκκίνησης το 2025. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε με τον SSM την προηγούμενη χρονιά «ξεκλείδωσε» και την έγκριση του επόπτη για αύξησή του προς διανομή μερίσματος στο επίπεδο του 50% των κερδών και ενεργοποιείται από την τρέχουσα χρονιά με στόχο την ταχύτερη απόσβεση του DTC κατά επτά χρόνια περίπου, αντί της αρχικής πρόβλεψης για το 2041.
To 2024 οι τέσσερις συστημικές τράπεζες μείωσαν τη φορολογική απαίτηση στα 18 δισ. ευρώ περίπου –η Attica την έχει μηδενίσει– και, από αυτά, τα 12,1 δισ. ευρώ υπολογίζονται στα εποπτικά τους κεφάλαια αντιπροσωπεύοντας το 51% (από 57% στα τέλη του 2023) του βασικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Με βάση τη συμφωνία με τις εποπτικές αρχές, το ποσοστό του DTC που θα αποσβένεται από το 2025 θα αντιστοιχεί στο 29% του μερίσματος που θα διανέμουν.
Τη μεγαλύτερη αναλογία αναβαλλόμενης φορολογίας διατηρεί με βάση τα στοιχεία του 2024 η Τράπεζα Πειραιώς, με το DTC (ύψους 3,1 δισ. ευρώ) να αντιπροσωπεύει το 63% των βασικών εποπτικών κεφαλαίων της, με τον βασικό κεφαλαιακό δείκτη να διαμορφώνεται στο 14,7%. Με βάση το επιχειρηματικό πλάνο και μετά την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής, το ποσοστό του DTC θα μειωθεί στο 25% έως το 2028, διατηρώντας παράλληλα τον βασικό κεφαλαιακό δείκτη (CET1) πάνω από το 13% και αυξημένο στόχο για τη διανομή μερίσματος στο 50% των κερδών του 2025 από 35% το 2024.
Στα τέλη του 2024, ο αναβαλλόμενος φόρος αντιπροσώπευε το 51% του βασικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.
Με βάση τις παραδοχές για την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής, ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (CAD) θα διαμορφωθεί σε πάνω από το 18,5% το 2026 (από 20% που προέβλεπε το επιχειρηματικό σχέδιο) και το απόθεμα κεφαλαίων από 385 μονάδες βάσης θα διατηρηθεί σε 265 μονάδες βάσης το 2026, για να φτάσει στις 390 μονάδες βάσης το 2028, χωρίς σε αυτό να υπολογίζεται η πιθανή ελάφρυνση από τον συμβιβασμό της Δανίας που προτίθεται να ζητήσει η διοίκηση της Πειραιώς από τον SSM στο πλαίσιο της εξαγοράς της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Στην περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας το ποσοστό του DTC ως προς τον βασικό κεφαλαιακό δείκτη διαμορφώθηκε στο τέλος του 2024 στο 51% ή 3,5 δισ. ευρώ σε απόλυτα νούμερα. Στόχος είναι το ποσοστό αυτό να μειωθεί στο 25% του βασικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας έως το 2027 και να μηδενιστεί έως το 2032. Ο βασικός κεφαλαιακός δείκτης (CET 1), που διαμορφώθηκε στο 18,3% στα τέλη του 2024, θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα πάνω από 18% το 2027, παρά την αύξηση τού προς διανομή μερίσματος στο 60% επί των καθαρών κερδών την 3ετία 2025-2027, διατηρώντας υψηλό κεφαλαιακό απόθεμα πάνω από τις 400 μονάδες βάσης που μπορεί να διατεθεί για εξαγορές.
Ακολουθεί η Alpha Bank, με το ποσοστό του DTC στο τέλος 2024 να αντιπροσωπεύει το 49% των βασικών εποπτικών κεφαλαίων (CET 1), που μετά τη διανομή μερίσματος ανήλθε σε 16,3%. Σε απόλυτα νούμερα, η αναβαλλόμενη φορολογία διαμορφώνεται σε 2,4 δισ. ευρώ και με βάση τον σχεδιασμό της διοίκησης στόχος είναι το DTC να μειωθεί στο 23% το 2027. Το προς διανομή μέρισμα θα αυξηθεί στο 50% το 2025 –από 40% το 2024–, με διατήρηση του βασικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας λίγο πάνω από τα περυσινά επίπεδα και πάνω από το 17% το 2027.
Τέλος, για τη Eurobank το ποσοστό του DTC διαμορφώθηκε στο 40% των εποπτικών κεφαλαίων της, ενώ σε απόλυτα νούμερα διαμορφώνεται στα 3,1 δισ. ευρώ και στόχος είναι η απόσβεση έως το τέλος του 2033.