Την εκτίμησή της ότι η Performance Technologies θα συνεχίσει και στο μέλλον τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των προηγούμενων ετών εξέφρασε η διοίκηση της εισηγμένης εταιρείας στο πλαίσιο χθεσινής συνέντευξης τύπου, σημειώνοντας πως στόχος είναι η διεύρυνση των οικονομικών της επιδόσεων τόσο οργανικά, όσο και μέσα από εξαγορές άλλων επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, ο διευθύνων σύμβουλος της εισηγμένης Διονύσης Χιντζίδης αφού αναφέρθηκε στους υψηλούς μέσους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης της εταιρείας κατά την τελευταία εξαετία (+23,4% στο κύκλο εργασιών και +22,3% στο EBITDA), μίλησε για ανάλογη συνέχεια κατά τα επόμενα χρόνια, συμπληρώνοντας πως οι όποιες επιπτώσεις από το μελλοντικό τερματισμό των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης το 2027, θα είναι πολύ περιορισμένες. Και αυτό γιατί πέρα από το ότι αναμένεται αύξηση των αναγκών των επιχειρήσεων στο μέτωπο της ψηφιοποίησης:
- Πρώτον, πολύ μικρό ποσοστό του κύκλου εργασιών της εισηγμένης κατευθύνεται σε έργα του δημοσίου (το 2024 μόλις τα 3,9 εκατ. από το σύνολο των 74,2 εκατ. ευρώ) και
- δεύτερον, δεν αναμένεται αξιοσημείωτη μείωση της ζήτησης από ιδιώτες πελάτες της εταιρείας εξ’ αιτίας του ότι ενδεχομένως σήμερα να κάνουν χρήση του δανειοδοτικού σκέλους του Ταμείου.
Πέραν αυτών, η διοίκηση της Performance Technologies έχει -μεταξύ άλλων- ως στόχους για τα επόμενα χρόνια:
- Την ανάπτυξη της πελατειακής της βάσης, με διεύρυνση μεριδίου σε υφιστάμενους μεγάλους πελάτες και διείσδυση σε νέους.
- Την αύξηση του ποσοστού των επαναλαμβανόμενων εσόδων μέσα από τη ανάληψη εργασιών συντήρησης-υποστήριξης (σε επίπεδο μικτού κέρδους από τα 4 εκατ. ευρώ του 2021, εκτινάχθηκαν πέρυσι στα 9,7 εκατ. ευρώ).
- Τη διόγκωση των εργασιών στο εξωτερικό (Κύπρος, Βουλγαρία, συμμετοχή σε Κοινοτικά προγράμματα)οι οποίες από τα 2,8 εκατ. ευρώ του 2021 αυξήθηκαν πέρυσι στα 11 εκατ. ευρώ.
- Την οργανική ανάπτυξη στους βασικούς τομείς δραστηριοποίησής της (π.χ. κυβερνοασφάλεια, cloud computing & transformation, data driven decision making, διαχειριζόμενες υπηρεσίες, observability for peak performance), ενώ η επέκταση σε άλλους τομείς θα επιδιωχθεί να γίνει μέσα από εξαγορές και συνεργασίες. Ήδη μάλιστα, η εισηγμένη βρίσκεται σε σχετικές διαπραγματεύσεις, το αποτέλεσμα των οποίων δεν μπορούν να προεξοφληθούν. Η δυνατότητα χρηματοδότησης των εξαγορών αυτών είναι δυνατή καθώς -εκτός των άλλων- η Performance Technologies έκλεισε το 2024 με θετικό καθαρό ταμείο (net cash).
Ειδικότερα μέσα στους τελευταίους έξι μήνες, η εισηγμένη εταιρεία έχει προχωρήσει:
- Στην εξαγορά έναντι 8,4 χιλ. ευρώ του 28% της GAIN Consulting (εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες για υλοποίηση έργων ψηφιακού μετασχηματισμού σε μεγάλους πελάτες, έχοντας ήδη κλείσει συνεργασίες με ομίλους όπως η Motor Oil και η Metlen).
- Στην απόκτηση έναντι 500 χιλ. ευρώ του 5% της ιρλανδικής Continuοus Software (εξειδικεύεται στο project portfolio management) με δυνατότητα αύξησης του ποσοστού έως το 12,5%. Η κίνηση αυτή θα οδηγήσει σε εμπορικές συνέργειες και επιπλέον ελπίζεται πως θα έχει ως αποτέλεσμα την επίτευξη κεφαλαιακών κερδών.
- Στη σύμπραξη με την ThreatScene Greece (εξειδικευμένες υπηρεσίες στην κυβερνοασφάλεια).
Η φετινή πορεία
To 2024 η Performance Technologies αύξησε τον κύκλο εργασιών της από τα 57,7 στα 74,2 εκατ. ευρώ, το EBITDA από τα 7,15 στα 9,3 εκατ. ευρώ και την καθαρή της κερδοφορία από τα 4,7 στα 5,05 εκατ. ευρώ.
Για φέτος η εισηγμένη προσδοκά ρυθμούς ανάπτυξης ανάλογους με αυτούς της προηγούμενης πενταετίας σε ότι αφορά τον κύκλο εργασιών και το EBITDA. Η εισηγμένη διαθέτει ανεκτέλεστο υπόλοιπο υπογεγραμμένων συμβάσεων 30 εκατ. ευρώ, ποσό που δεν περιλαμβάνει τα επαναλαμβανόμενα έσοδα (9,5 εκατ. σε επίπεδο μικτού κέρδους το 2024 με ανοδική τάση).
Θα πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, ότι τα περυσινά κέρδη επιβαρύνθηκαν με ένα μη λειτουργικό κονδύλι της τάξεως του ενός εκατ. ευρώ (χωρίς να επηρεαστούν ούτε τα ίδια κεφάλαια, αλλά ούτε και οι ταμειακές ροές της εισηγμένης) λόγω του λογιστικού χειρισμού της διάθεσης δωρεάν μετοχών σε στελέχη και προσωπικό (κίνητρο παραμονής και παραγωγικότητας).
Το μη λειτουργικό αυτό κονδύλι αναμένεται μέσα στο 2025 να κυμανθεί μεταξύ 1,7 και 2 εκατ. ευρώ.