Με υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου που προσομοιάζουν με το private banking, επιχειρούν οι ελληνικές τράπεζες να μυήσουν τους αποταμιευτές στον κόσμο του asset management.
Στόχο αυτής της στρατηγικής αποτελεί η αξιοποίηση του λιμνάζοντος αποθέματος καταθέσεων στους λογαριασμούς ιδιωτών για την ενίσχυση των εργασιών στο συγκεκριμένο τομέα.
Η επιτυχία του εγχειρήματος αποτελεί βασική πτυχή των επιχειρησιακών σχεδίων των επόμενων ετών, τα οποία προβλέπουν αύξηση των εσόδων από προμήθειες στην εποχή του φθηνότερου χρήματος.
Το προφίλ του Έλληνα αποταμιευτή
Η αλήθεια είναι ότι σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη το ενδιαφέρον των Ελλήνων για τέτοιου τύπου υπηρεσίες βρίσκονται αυτήν τη στιγμή σε μεγάλη απόσταση, παρά την πρόοδο που έχει καταγραφεί την τελευταία διετία.
Πράγματι, από τις αρχές του 2023 έως και σήμερα, οι καθαρές εισροές σε αμοιβαία κεφάλαια διαμορφώθηκαν σε πολυετή υψηλά, αγγίζοντας τα 7,6 δισ. ευρώ, με τις τράπεζες να πετυχαίνουν συνεχή ρεκόρ ως προς το ύψος των υπό διαχείριση χρημάτων της πελατείας τους.
Το μεγαλύτερο μέρος από αυτά, περί τα 7,1 δις. ευρώ, κατευθύνθηκε σε προϊόντα που επενδύουν σε ομόλογα προκαθορισμένης διάρκειας και υπόσχονται με αρκετά μεγάλη ασφάλεια μία συγκεκριμένη απόδοση σε βάθος 2 έως και 5 ετών.
Η αποταμιευτική κουλτούρα
«Δεν μπορούμε να πούμε πως υπήρξε αλλαγή της αποταμιευτικής κουλτούρας», σημειώνουν τραπεζικές πηγές.
«Ο μέσος αποταμιευτής συνεχίζει να επιλέγει προϊόντα με βάση το σίγουρο επιτόκιο που δύναται να κερδίσει μέσω προγραμμάτων σταθερού εισοδήματος. Με την επικείμενη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής ωστόσο, το παθητικό εισόδημα που θα μπορεί να εξασφαλίσει από αυτού του τύπου τις λύσεις θα είναι πενιχρό», υποστηρίζουν σχετικά.
Στο πλαίσιο αυτό, προσθέτουν οι ίδιοι κύκλοι, «οι τράπεζες έχουν στα χέρια τους μία μοναδική ευκαιρία για την ανάδειξη των πλεονεκτημάτων της συστηματικής και μεσομακροπρόθεσμης αποταμίευσης».
Μαγιά για να ξεδιπλώσουν τις δράσεις τους αποτελούν τα περίπου 147 δισ. ευρώ, που είναι σήμερα παρκαρισμένα στο τραπεζικό σύστημα. Από αυτά, η πλειονότητα, περί τα 110 δισ. ευρώ, βρίσκεται σε λογαριασμούς πρώτης ζήτησης και τα υπόλοιπα 37 δισ. ευρώ σε προθεσμιακές καταθέσεις.
«Τουλάχιστον, ως προς τα υπόλοιπα σε λογαριασμούς προκαθορισμένης διάρκειας, οι προοπτικές αξιοποίησής τους για την αύξηση των εργασιών στον τομέα της διαχείρισης χαρτοφυλακίου είναι σημαντικές», τονίζει γενικός διευθυντής συστημικού ομίλου.
Όπως εξηγεί, «μέσα στους επόμενους μήνες, επιτόκια άνω του 1% θα είναι παρελθόν, καθώς το κόστος χρήματος θα υποχωρήσει με γρήγορους ρυθμούς. Άρα, δεν θα έχει και τόσο νόημα για τους καταθέτες να διατηρούν χρήματα σε τέτοια προγράμματα».
Οι νέες λύσεις
Κατά τον ίδιο, «θα έχουμε τη δυνατότητα να παρουσιάσουμε στους πελάτες μας με πιο εντατικό τρόπο τους εναλλακτικούς τρόπους αξιοποίησης των ρευστών διαθεσίμων, οι οποίοι σε βάθος χρόνου έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι αποδίδουν περισσότερο».
Για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής, οι τέσσερις μεγάλοι του κλάδου έχουν ήδη πάρει θέσεις, δημιουργώντας νέα προγράμματα και συνάπτοντας στρατηγικές συνεργασίες με κορυφαίους επενδυτικούς οίκους.
Συγκεκριμένα, έχουν λανσάρει νέα προϊόντα, τα οποία μπορούν να κουμπώσουν στο επενδυτικό προφίλ του καθενός, δηλαδή στη σχέση ρίσκου – απόδοσης που του ταιριάζει.
Πρόκειται για έτοιμα επενδυτικά χαρτοφυλάκια, που διατίθενται υπό τη μορφή αμοιβαίων κεφαλαίων, ακόμη και σε μικροαποταμιευτές.
Τα εξειδικευμένα στελέχη τους αναλύουν τους στόχους κάθε πελάτη ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψιν την ανοχή του στο κίνδυνο και τον κατατάσσουν σε μία συγκεκριμένη κατηγορία.
Βάση αυτής, τα χρήματα του αποταμιευτή τοποθετούνται σε επενδυτικά καλάθια, ικανά να υπηρετήσουν την προσδοκία για απόδοση και το ρίσκο απώλειας του αρχικού κεφαλαίου.
Η διαφορά τους σε σχέση με τα κλασικά αμοιβαία κεφάλαια είναι πως βρίσκονται σε μεγαλύτερη και συνεχή παρακολούθηση από τους διαχειριστές τους, ώστε να προσαρμόζονται στις συνθήκες που επικρατούν στις αγορές, χωρίς να διαταραχθεί η σχέση ρίσκου – απόδοσης που έχει επιλεγεί.
Με τον τρόπο αυτό, οι επενδυτές εξασφαλίζουν ότι πάντοτε το χαρτοφυλάκιό τους θα ακολουθεί τη στρατηγική που έχει συμφωνηθεί, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους πελάτες του private banking.