Οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών έχουν καταγράψει άνοδο 32% από τις αρχές του 2023, υπεραποδίδοντας του ευρωπαϊκού τραπεζικού δείκτη (+19%). Όπως τονίζει η Wood σε σημερινή της έκθεση, το χάσμα αποτίμησης έχει μειωθεί, ωστόσο οι ελληνικές τράπεζες, κατά την άποψή της, εξακολουθούν να μην είναι πλήρως τιμολογημένες από την αγορά σε ότι αφορά τις προοπτικές τους. Κατά μέσο όρο, οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται με εκτιμώμενο P/E της τάξης του 6x για το 2023 (discount περίπου 25% έναντι των ευρωπαϊκών) και με P/TBV στο 0,6x (discount περίπου 10%).
Δεδομένου του ισχυρού ελληνικού μακροοικονομικού story, του θετικού αντίκτυπου από τις αυξήσεις επιτοκίων, της υγιούς αύξησης των εταιρικών δανείων και των καλών τάσεων στην ποιότητα του ενεργητικού, η Wood αναμένει από τις ελληνικές τράπεζες να συνεχίσουν αυτή την υπεραπόδοση. Παραμένει συνεπώς αγοραστής όλων των τραπεζών, αλλά θέτει την Alpha Bank και την Τράπεζα Πειραιώς ως τις κορυφαίες επιλογές της, λόγω των πιο μεγάλων discounts.
Έτσι η Wood δίνει νέα τιμή-στόχο για την Alpha Bank στο 1,80 ευρώ από 1,50 πριν με περιθώριο ανόδου 42%, και για την Τράπεζα Πειραιώς η τιμή-στόχος είναι στα 3,40 ευρώ από 2,50 ευρώ πριν, με περιθώριο ανόδου 61%. Για την Εθνική Τράπεζα η τιμή-στόχος τίθεται στα 6,20 ευρώ από 5,20 ευρώ πριν με περιθώριο ανόδου 28% και για την Eurobank στο 1,80 ευρώ από 1,50 ευρώ πριν, με περιθώριο ανόδου 32%.
Όπως τονίζει οι καταλύτες-κλειδιά για τις περαιτέρω επιδόσεις των μετοχών των ελληνικών τραπεζών είναι οι εξής: τα αποτελέσματα δ’ τριμήνου του 2022 και το guidance των διοικήσεων για το 2023, οι πιθανές πληρωμές μερισμάτων, οι γενικές εκλογές τον Απρίλιο/Μάιο, η αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα και οι εκκρεμείς από-επενδύσεις από το ΤΧΣ.
Οδηγός τα ΝΙΙ
Η Wood αυξάνει τις εκτιμήσεις της για τα βασικά λειτουργικά κέρδη των ελληνικών τραπεζών το 2023 κατά περίπου 10%. Ο βασικός μοχλός είναι τα καθαρά έσοδα από τόκους (ΝΙΙ). Στις προηγούμενες προβλέψεις της, είχε υποθέσει αύξηση των ΝΙΙ της τάξης του 10-12%, κατά μέσο όρο, ενώ πλέον αναμένει ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 18-20%, λόγω των αυξανόμενων επιτοκίων.
Η αύξηση του Euribor (στο 2,6% επί του παρόντος στο τρίμηνο, από αρνητικό το α’ εξάμηνο του 2022) υπεραντιστάθμισε το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης από καταθέσεις και τις εκδόσεις ομολόγων για την κάλυψη των απαιτήσεων MREL, όπως επισημαίνει. Οι αλλαγές στις εκτιμήσεις της για το 2024 είναι οριακές, εν όψει της προσδοκίας σταδιακής μείωσης των επιτοκίων, κατά περίπου 50 μονάδες βάσης, προς το τέλος του έτους (εκτιμήσεις της αγοράς για κορυφή του Euribor 3M στο 2,9%, με πτώση στο 2,3% στο 2024).
Εξασθένιση της αβεβαιότητας στο κόστος κινδύνου
Η Wood αναμένει ότι η ισχυρή ανάπτυξη των NII θα τροφοδοτήσει τη βασική κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, παρά την υπόθεσή της για αύξηση του κόστους κινδύνου COR (κοντά στις 90 μ.β για τον κλάδο το 2023, από περίπου 75 μ.β το 2022). Το τρέχον περιβάλλον παραμένει ευνοϊκό και ο οίκος αναμένει ότι η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ θα ξεπεράσει τους μέσους όρους της Ευρωζώνης, χάρη στις υψηλότερες επενδύσεις και την ισχυρή τουριστική περίοδο. Στο βασικό της σενάριο, αναμένει το ελληνικό ΑΕΠ να βρίσκεται σε θετικό έδαφος (αύξηση 1-2%) φέτος, ακόμη και με την Ευρωζώνη σε ύφεση. Για το 2024, αναμένει ότι το COR των ελληνικών τραπεζών θα πλησιάσει τα επίπεδα των μέσω του κύκλου.
Υπέρ των ψηλότερων beta plays
Εξηγώντας τα top picks της, η Wood επισημάνει πως οι τιμές των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας και της Eurobank υπεραπέδωσαν σημαντικά τόσο το 2022 όσο και από τις αρχές του 2023. Αυτό άξιζε στις δύο τράπεζες, ενόψει των υψηλότερων αποδόσεων ιδίων κεφαλαίων ROTE και των ισχυρότερων ισολογισμών (κεφάλαιο και κάλυψη).
Το τρέχον discount έναντι των τραπεζών της ΕΕ ως προς το P/E είναι κοντά στο 15-20%, ενώ διαπραγματεύονται με ελαφρύ premium σε όρους P/TBV (αλλά με υψηλότερο ROTE). Τα discounts ωστόσο είναι πολύ πιο βαθιά για την Τράπεζα Πειραιώς (περίπου 40-45%) και την Alpha Bank (περίπου 30%) τόσο σε όρους P/E όσο και σε όρους P/TBV.
“Πιστεύουμε ότι αυτό το discount είναι πολύ μεγάλο και αναμένουμε ότι το χάσμα θα κλείσει μακροπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα”, τονίζει η Wood.