Οι Ρεπουμπλικάνοι προτείνουν μια νέα φορολογική και δημοσιονομική μεταρρύθμιση που, σύμφωνα με τους ίδιους, θα οδηγήσει τις ΗΠΑ σε μια χρυσή εποχή οικονομικής ευημερίας. Αν και προσδοκούν μεγάλες αυξήσεις στην ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας, οικονομολόγοι από διάφορες πολιτικές κατευθύνσεις προβλέπουν πιο μετριοπαθή αποτελέσματα. Αντί για την “εκρηκτική ανάπτυξη” που διαφημίζεται, οι εκτιμήσεις δείχνουν περιορισμένη βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη και αυξημένα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση περιλαμβάνει φορολογικές ελαφρύνσεις, απορρύθμιση της οικονομίας και ενίσχυση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων. Παρά τη θετική στάση των Ρεπουμπλικάνων για τη μεταρρύθμιση, οι προβλέψεις για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις είναι πολύ πιο συγκρατημένες. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) εκτιμά ότι το νομοσχέδιο θα αυξήσει τα ελλείμματα κατά 2,4 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2034.
Οι Ρεπουμπλικάνοι επισημαίνουν ότι οι φορολογικές ελαφρύνσεις θα ενισχύσουν την καταναλωτική ζήτηση και τις επιχειρηματικές επενδύσεις, με αποτέλεσμα τη βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη της οικονομίας. Ωστόσο, οικονομολόγοι από διαφορετικές κατευθύνσεις συμφωνούν ότι η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ θα είναι περιορισμένη.
Το Tax Foundation, ένας συντηρητικός φορέας, εκτιμά ότι το νομοσχέδιο θα μπορούσε να ενισχύσει το ΑΕΠ κατά 0,8% μακροπρόθεσμα, καλύπτοντας μόλις το ένα τρίτο του κόστους της μεταρρύθμισης. Από την άλλη, το Penn Wharton προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ μόλις κατά 0,4% για την πρώτη δεκαετία, με το ποσοστό ανάπτυξης να παραμένει σχεδόν στάσιμο. Σύμφωνα με το Κοινό Συμβούλιο Φορολογίας του Κογκρέσου, η όποια βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη θα “αντισταθμιστεί” από την αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η Οικονομική Συμβουλευτική Επιτροπή του Λευκού Οίκου προβλέπει μια πιο αισιόδοξη ανάπτυξη, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 4,2% έως 5,2% βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα κατά 2,9% έως 3,5%. Ωστόσο, αυτή η εκτίμηση απέχει πολύ από εκείνη των ανεξάρτητων φορέων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η φορολογική μεταρρύθμιση δεν θα φέρει την πολυπόθητη ανάπτυξη.
Επιπλέον, πολλοί οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι η φορολογική πολιτική από μόνη της δεν μπορεί να κινήσει σημαντικά την οικονομία των ΗΠΑ, ειδικά δεδομένων των αυξημένων εξόδων και της αβεβαιότητας που προκαλούν οι εμπορικοί δασμοί. Σύμφωνα με τον Σέθ Κάρπεντερ, επικεφαλής οικονομολόγο της Morgan Stanley, οι αβεβαιότητες που σχετίζονται με τους δασμούς περιορίζουν τις θετικές επιπτώσεις των φορολογικών κινήτρων για τις επιχειρήσεις.
Η διαμάχη αυτή έρχεται σε μια περίοδο αυξανόμενης πολιτικής έντασης, με τους Ρεπουμπλικάνους να προβάλλουν τις φορολογικές ελαφρύνσεις ως την αιχμή του δόρατος για την αναγέννηση της αμερικανικής οικονομίας, ενώ οι επικριτές τους ανησυχούν για τις μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές επιπτώσεις και τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα που προκαλεί η εμπορική πολιτική.