Του Χάρη Φλουδόπουλου
Μια από τις βασικότερες αλλαγές που επέφερε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο πόλεμος που μαίνεται τα τελευταία τρία χρόνια στην καρδιά της Ευρώπης, αφορά στον τομέα της ενέργειας και τις νέες ενεργειακές ισορροπίες που έχουν διαμορφωθεί στη Γηραιά Ήπειρο, που αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους καταναλωτές φυσικού αερίου στον κόσμο.
Η απόφαση που έλαβε η Ευρώπη για απεξάρτηση από τις εισαγωγές ρωσικού αερίου είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη ανατροπή του σκηνικού και την απαλλαγή της Ευρώπης από τον “ενεργειακό εναγκαλισμό” με τη Μόσχα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν τον πόλεμο το 2021 οι συνολικές εισαγωγές ρωσικού αερίου στην Ευρώπη έφταναν τις 1,634 TWh επί συνόλου 3,856 TWh ενώ το 2024 είχαν πέσει στις 377 TWh επί συνόλου 2,072 TWh σύμφωνα με στοιχεία του ινστιτούτου Bruegel. Δηλαδή μέσα σε τρία χρόνια το μερίδιο του ρωσικού αερίου στην Ευρώπη έπεσε από το 42% στο 18%.
Πώς κατέστη αυτό εφικτό; Πρακτικά οι εισαγωγές αερίου από τη Ρωσία υποκαταστάθηκαν με δύο τρόπους: πρώτον με τη μείωση της συνολικής κατανάλωσης αερίου μέσω των πολιτικών εξοικονόμησης ενέργειας και δεύτερον με την αύξηση των εισαγωγών αερίου από άλλους προμηθευτές.
Ποιοι ήταν όμως οι μεγαλύτεροι ωφελημένοι από την σαρωτική αυτή αλλαγή σκηνικού στα ενεργειακά πράγματα της Ευρώπης;
Οι δύο μεγάλοι κερδισμένοι ήταν η Νορβηγία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχουν αντικαταστήσει τη Ρωσία ως οι μεγαλύτεροι προμηθευτές φυσικού αερίου της Ευρώπης.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 2023, η Νορβηγία προμήθευσε με 87,8 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου την Ευρώπη, που αντιστοιχούν στο 30,3% των συνολικών εισαγωγών, ενώ οι ΗΠΑ προμήθευσαν 56,2 δισ. κυβικά μέτρα, που αντιστοιχούν στο 19,4% των συνολικών εισαγωγών.
Με το νέο Αμερικανό πρόεδρο Ντ. Τραμπ να συναρτά την επιβολή ή μη, δασμών σε ευρωπαϊκά προϊόντα με την αγορά αμερικανικού αερίου, το θέμα καθίσταται εκ νέου επίκαιρο. Ιδίως δε όταν με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG στην Ευρώπη (το αέριο της Νορβηγίας έρχεται στην ευρωπαϊκή αγορά μέσω αγωγού). Το 2023, οι εισαγωγές αμερικανικού LNG αντιπροσώπευαν σχεδόν το ήμισυ των συνολικών εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Μάλιστα οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στην κορυφή της λίστας ως ο μεγαλύτερος προμηθευτής LNG της Ευρώπης επί 4 συνεχόμενα χρόνια.
Συγκεκριμένα το 2021 οι ΗΠΑ προμήθευσαν το 27% ή αλλιώς 2,4 δισ. κυβικά πόδια ανά ημέρα (Bcf/d), το 2022 έφτασαν το 44% και τα 6,5 δις κυβικά πόδια ανά ημέρα και το 2023 το 48% ή αλλιώς τα 7,1 δις κυβικά πόδια ανά ημέρα. Η ίδια εικόνα συνεχίστηκε και το 2024.
Η αλλαγή αυτή δεν ήρθε αναίμακτα, υπό την έννοια ότι η απότομη απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο και η κατακόρυφη αύξηση των εισαγωγών LNG είχε σημαντική επίπτωση στις τιμές, με το κόστος να εκτινάσσεται το 2022 ακόμη και πάνω από τα 300 ευρώ η μεγαβατώρα όταν στη διάρκεια της πανδημίας οι τιμές είχαν υποχωρήσει κάτω από τα 10 ευρώ η μεγαβατώρα.
Η ενεργειακή κρίση πάντως αφήνει πίσω της μια σημαντική αλλαγή καθώς η Ευρώπη προκειμένου να απεξαρτηθεί από το ρωσικό αέριο αύξησε την ικανότητά της για εισαγωγή ή επαναεριοποίηση υγροποιημένου φυσικού αερίου. Σε σύγκριση με το 2021 η Ευρώπη το 2023 είχε αυξήσει σε ποσοστό 33% τη δυνατότητά της να υποδεχθεί LNG, ενώ νέα σημαντική δυναμικότητα προστέθηκε και το 2024.
Πλέον ως σημαντικός αγοραστής LNG η Ευρώπη παίζει σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια αγορά, στην οποία τα επόμενα χρόνια αναμένεται να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο ο ανταγωνισμός: καθώς αναμένεται να μπουν σε παραγωγή νέες γραμμές υγροποίησης από πολλούς μεγάλους παραγωγούς όπως το Κατάρ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αυστραλία και θα υπάρξει περισσότερο διαθέσιμο αέριο στην αγορά, το πιθανότερο σενάριο είναι υπάρξει μείωση των τιμών και μάλιστα σημαντική. Μια τέτοια εξέλιξη υπό όρους μπορεί να μετατρέψει την αγορά του φυσικού αερίου σε αγορά αγοραστών – buyers market με προφανή οφέλη για την Ευρώπη η οποία θα κληθεί να εκμεταλλευτεί το μέγεθος αλλά και την αξιοπιστία της ως μεγάλος καταναλωτής φυσικού αερίου.